Στις εξήμιση το πρωί αγναντεύω από το ταρατσάκι του δωματίου το Αιγαίο με τις νησίδες του, ρουφάω ηδονικά τον πρώτο πρωινό καφέ και παρακολουθώ τις ηλιαχτίδες πάνω απ’ το κεφάλι μου να παίζουν με τα σύννεφα. Ο ξενύχτης γαρμπής δεν το βάζει κάτω, επιμένει και στο ξεκίνημα της μέρας.
Στο πίσω μέρος της Χώρας, ορθώνεται ένας παλιός ανεμόμυλος και, λίγο βορειότερα, το μικρό κοιμητήριο του χωριού, που με τα ολόλευκα εκκλησάκια και το φράκτη δημιουργεί μια εικόνα πολύ ειρηνική.
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ανάφη,
-είτε το εύχεσαι είτε όχι-
είναι μακρύς ο δρόμος…
Έτσι θα μπορούσε, κατά παράφραση των αρχικών στίχων του πασίγνωστου ποιήματος του Καβάφη, να ξεκινάει η εξιστόρηση του ταξιδιού για την Ανάφη. Ένα ταξίδι που από τον Πειραιά, μετά τις προσεγγίσεις στα μισά κυκλαδονήσια, διαρκεί 16-17 ώρες! Αν συνυπολογίσουμε και τις 7 περίπου ώρες από Θεσσαλονίκη προς Πειραιά, τότε μας χωρίζει από την Ανάφη ένα 24ωρο! Ακόμα και στο απόμακρο σημείο της υδρογείου θα φτάναμε γρηγορότερα. Για να κερδίσουμε λοιπόν χρόνο, αποφασίσαμε ν’ ακολουθήσουμε τα χνάρια του Σαββόπουλου και να ταξιδέψουμε «με αεροπλάνα και βαπόρια». Όταν στις 21:30΄ πατάμε επί τέλους το πόδι μας στην προβλήτα της Ανάφης διαπιστώνω, ότι από τη στιγμή που εγκαταλείψαμε το σπίτι μας έχουν μεσολαβήσει 14 ώρες ακριβώς!
– Κερδίσαμε 10 ολόκληρες ώρες, λέει ενθουσιασμένη η Άννα και, υποτίθεται, ότι πρέπει να συμμεριστώ τον ενθουσιασμό της.
Θα αναρωτηθείτε βέβαια εύλογα, γιατί να επιλέξουμε ως προορισμό μας το νησάκι αυτό στο νοτιοανατολικότερο άκρο των Κυκλάδων και όχι κάποιο άλλο με πιο αποδεκτές συνθήκες πρόσβασης. Οι λόγοι ήταν σημαντικοί: αρχικά, τα διθυραμβικά σχόλια του φίλου και συνεργάτη μας Κυριάκου Παπαγεωργίου για την Μονή της Καλαμιώτισσας, «τον συγκλονιστικότερο εξώστη του Αιγαίου», τις θαυμάσιες αμμουδιές και τις πεζοπορικές διαδρομές. Στη συνέχεια, τα εγκώμια του επίσης φίλου και συνεργάτη Μιχάλη Ζευγουλά για την αναφιώτικη κουζίνα και τη φιλοξενία των κατοίκων.
Υπήρχε βέβαια ήδη και ένα εξαιρετικό πληροφοριακό υπόβαθρο, το αφιέρωμα της «Καθημερινής» για την Ανάφη στο ένθετο «Επτά Ημέρες» της 21ης Ιουλίου 2002.
Πιο άμεσα παρακινητικός λόγος ήταν ίσως η θέρμη με την οποία ο Πρόεδρος της Κοινότητας Ανάφης μας προσκάλεσε στον τόπο του. Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε και την σχεδόν μόνιμη… «διαστροφή» μας να μας προσελκύουν οι λιγότερο προβεβλημένοι και γνωστοί τόποι της Ελλάδας, τότε είναι αντιληπτό, γιατί ο χρόνος και η ταλαιπωρία του ταξιδιού ως την Ανάφη είχαν για μας δευτερεύουσα σημασία.
Αεροδρόμιο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» λοιπόν (μικρή καθυστέρηση), αεροδρόμιο «ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ» (μεγάλη αναμονή), λιμάνι Σαντορίνης (πολύωρη καθυστέρηση) και στις 21:30΄ αποβιβαζόμαστε στην Ανάφη, όχι περισσότεροι από 70 επιβάτες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία Γάλλοι και Γερμανοί, μερικοί Αμερικανοί και οι υπόλοιποι ντόπιοι. Οι μόνοι, μη ντόπιοι, Έλληνες είμαστε πιθανότατα εμείς. Είναι Σάββατο 29 Μαΐου, η πρώτη μέρα του τριημέρου του Αγ. Πνεύματος, που για τους Έλληνες δεν είναι χρόνος – επαρκής για την … «μακρινή» Ανάφη (μόλις 1 ώρα και 45΄ με πλοίο από τη Σαντορίνη). Την ίδια ωστόσο μέρα που έχουν αποβιβαστεί στην Ανάφη 70 άτομα, έχουν καταφθάσει στο νησί της Σαντορίνης κάποιες χιλιάδες επισκεπτών από κάθε σημείο του πλανήτη. Το τεράστιο, ετερόκλιτο πλήθος προωθείται συνεχώς από το λιμάνι στο εσωτερικό. Οι οδηγοί ταξί και λεωφορείων, οι καταστηματάρχες – ίσως οι συγκριτικά περισσότεροι από κάθε άλλο σημείο της υδρογείου – ζουν σ’ έναν παροξυσμό, οι δρόμοι στα Φηρά ασφυκτιούν, δύο «Capuccino με θέα» κοστίζουν 9 ευρώ.
Κι εμείς, ρομαντικοί ταξιδευτές προς το νησάκι της γαλήνης, παρακολουθούμε εμβρόντητοι όσα συμβαίνουν γύρω μας. Θα μου πείτε βέβαια, πως η Σαντορίνη είναι περίπου ο «ομφαλός της γης», ένα από τα πιο διάσημα, δημοφιλή και πολυφωτογραφημένα σημεία του πλανήτη. Δεν αντιλέγω. Μου φαίνεται όμως παράλογα υπερβολικό να διακινούνται σ’ έναν τόπο, μέσα σε μια μόνον ημέρα, τόσες χιλιάδες άνθρωποι ενώ λίγα μίλια μακρύτερα να φτάνουν σε διάστημα μιας εβδομάδας μερικές δεκάδες ή – σε περιόδους αιχμής – ελάχιστες εκατοντάδες ταλαιπωρημένων επισκεπτών. Είναι άραγε τόσο πρακτικά αδύνατο να δρομολογηθεί ένα τοπικό μεταφορικό μέσο από Σαντορίνη προς Ανάφη – έστω και περιορισμένης χωρητικότητας – ώστε να μπορούν καθημερινά να έχουν πρόσβαση στο νησάκι κάποιοι εραστές της ηρεμίας και της γαλήνης;
Χαμογελαστός και πληθωρικός ο Πρόεδρος της Ανάφης Ιάκωβος Ρούσσος μας καλωσορίζει στο νησί του. Κάποιοι επισκέπτες παραμένουν στα ενοικιαζόμενα δωμάτια του μικρού συνοικισμού του λιμανιού. Οι υπόλοιποι προωθούνται στο Κλεισίδι – τον δεύτερο μικρό συνοικισμό – ή, όπως εμείς, στη Χώρα, όπου φτάνουμε σε μερικά λεπτά με το κοινοτικό λεωφορείο της Ανάφης. Η σύζυγος του Προέδρου και η κόρη του μας τακτοποιούν σ’ ένα από τα ενοικιαζόμενα δωμάτια της οικογένειας και μας εύχονται «καλή ξεκούραση». Μας είναι απαραίτητη, όπως άλλωστε κι ένα καλό δείπνο. Τριάντα περίπου μέτρα από το δωμάτιό μας περνάει ο κεντρικός δρομίσκος (μόνον για πεζούς), που διασχίζει από Ανατολή προς Δύση τη Χώρα της Ανάφης. Ανηφορίζουμε για ένα δίλεπτο και βρισκόμαστε μπροστά στο εστιατόριο – καφέ «Ανάφη», που από το 1989 λειτουργεί με τη φροντίδα της Αλεξάνδρας Ρινάκη και του συζύγου της Νεόφυτου.
Το σημείο έχει ανεμπόδιστη θέα προς το χαμηλότερο τμήμα της Χώρας και το Αιγαίο, όπου διακρίνονται αμυδρά οι όγκοι κάποιων νησίδων. Είναι όμως εκτεθειμένο σ’ έναν δυνατό γαρμπή που μας υποχρεώνει ν’ αποσυρθούμε στο εσωτερικό.
Ντόπιο κατσικάκι φούρνου, γίδα κοκκινιστή, εξαιρετικό σαγανάκι με τυρί Ανάφης και ντοματοσαλάτα με πλούσια συμμετοχή πικάντικης κάππαρης, είναι μια πρώτη επαφή με τις αναφιώτικες λιχουδιές.
Αργότερα στο δωμάτιό μας επικρατεί ησυχία. Ακούγεται μόνον το βογγητό του ανέμου, ήχος τόσο αυθεντικός και ευχάριστος.
ΠΡΩΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ
Στις εξήμιση το πρωί αγναντεύω από το ταρατσάκι του δωματίου το Αιγαίο με τις – άγνωστες ακόμα – νησίδες του, ρουφάω ηδονικά τον πρώτο πρωινό καφέ και παρακολουθώ τις ηλιαχτίδες πάνω απ’ το κεφάλι μου να παίζουν με τα σύννεφα. Ο ξενύχτης γαρμπής δεν το βάζει κάτω, επιμένει και στο ξεκίνημα της μέρας.
Στο πίσω μέρος της Χώρας, πολύ κοντά μας και, λίγο βορειότερα, το μικρό κοιμητήριο του χωριού, που με τα ολόλευκα εκκλησάκια και το φράκτη δημιουργεί μια εικόνα πολύ ειρηνική. Καθώς περιδιαβαίνουμε πάνω από τον ανεμόμυλο ακούγεται ήχος ρυθμικός. Είναι ο μπάρμπα-Λάμπρος Χάλαρης, που τούτη την πρωινή ώρα της Κυριακής κατασκευάζει καινούργια πλαίσια για τις κερήθρες του.
– Είμαστε περήφανοι για την ποιότητα του μελιού μας, λέει ο μπάρμπα-Λάμπρος, τόσο του ανθόμελου όσο και του θυμαρίσιου, που βγαίνει λίγο αργότερα. Άλλωστε, όπως λένε, το νησί έχει πάνω από 300 βότανα.
Το εργαστήρι του είναι μικρό και γεμάτο από τα χαρακτηριστικά μηχανήματα ελαιοτριβίου.
– Ναι, αυτό ήταν κάποτε ένα παλιό λιοτρίβι, που έβγαζε λάδι πολύ καλό με τρόπο παραδοσιακό. Υπήρχαν κι άλλα λιοτρίβια και σε καλή χρονιά έβγαζε το νησί 25-30 τόνους λάδι. Σήμερα δεν απόμεινε κανένα και όσοι συνεχίζουν ακόμα να βγάζουν λάδι, τρέχουν σε λιοτρίβια άλλων νησιών.
Λίγη ώρα αργότερα στο ταβερνάκι της Αλεξάνδρας έχουμε για πρωινό ομελέτα με αναφιώτικα αυγά και βέβαια το θαυμάσιο σαγανάκι, κάτι, που με ελάχιστες παραλλαγές, θα καθιερωθεί για όλα τα υπόλοιπα πρωινά. Με το φως της μέρας έχουμε τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε την κορυφαία θέα προς το Αιγαίο αλλά και να προσδιορίσουμε τη θέση και τον όγκο των νησίδων. Απέναντί μας λοιπόν στα ΝΑ εξέχουν με ύψος μόλις 30μ. από την επιφάνεια της θάλασσας δύο γειτονικές νησιδούλες. Το όνομά τους είναι «Φτενά», ίσως εξαιτίας του μικρού ύψους και του όγκου τους. Είναι οι πλησιέστερες προς την Ανάφη και απέχουν από την προκυμαία του Αγ. Νικολάου 4 χλμ. Πίσω στην ίδια ευθεία, και σε απόσταση 8,5 χλμ. από το λιμάνι, ορθώνεται, πολύ πιο ογκώδης και με κωνικό σχήμα, η «Παχειά ή Αναφόπουλο», με μέγιστο ύψος 212 μ. Ανατολικότερα ακόμη, με ύψος 125 μ. και σε απόσταση 12 χλμ. από την Ανάφη, προβάλλει η «Μακρυά», που με το χαρακτηριστικό μακρόστενό της σχήμα, δικαιολογεί απόλυτα την ονομασία της.
– Κάποτε στα χρόνια της Κατοχής ζούσαν τσομπάνοι στην Παχειά, λέει δίπλα μας ο Κυριάκος Αντωνιάδης. Σήμερα στην Μακρυά και στην Παχειά ζουν μόνον μερικά αγριοκάτσικα.
Θαλερός και ακμαίος στα 90 του, ο μπάρμπα-Κυριάκος χρημάτισε κάποτε Πρόεδρος της Ανάφης και για 55 χρόνια μαγαζάτορας του καφενείου, που σήμερα στεγάζει την ταβέρνα της Αλεξάνδρας. Καταγόμενος από πατέρα Κύπριο αλλά γεννημένος στην Ανάφη έχει πολλά να μας πει για την νεώτερη ιστορία του νησιού με τα 5500 γιδοπρόβατα τα 150 βόδια, τα άφθονα σύκα και το λάδι, το κρασί και τα αμπέλια, το μέλι, το σιτάρι, το κριθάρι και τη φάβα.
– Χάρη στα πλούσια νερά της και τη φιλοπονία των κατοίκων της είναι πραγματική «Γη της επαγγελίας» ή Ανάφη, νησί κατ’ εξοχήν μελισσοκομικό, γεωργικό και κτηνοτροφικό που δεν πείνασε ποτέ. Είχε και πολύ καλούς μαστόρους το νησί εδώ και αιώνες. Άλλωστε σας είναι οπωσδήποτε γνωστά τα «Αναφιώτικα», κάτω απ’ την Ακρόπολη.
Λίγο αργότερα ο γέροντας συννεφιάζει, αναθυμάται τα σκοτεινά χρόνια του μεσοπολέμου, τότε που η Ανάφη λόγω της θέσης της αποτέλεσε τόπο εξορίας πολιτικών κρατουμένων αλλά και τόπο φυλακής καταδίκων του κοινού ποινικού δικαίου. Στο σχετικό της άρθρο στην «Καθημερινή» αναφέρει η Μ.Ε. Κenna (1) « Η Ανάφη βρισκόταν στις παρυφές του ελληνικού κράτους, η επίσκεψη στο νησί απαιτούσε ταξίδι 24 ωρών με την άγονη γραμμή… Ένα τέτοιο μέρος θεωρήθηκε ιδιαίτερα κατάλληλο για εξορία. Ο τόπος εξορίας λειτουργούσε ουσιαστικά σαν «ιδεολογικό λοιμοκαθαρτήριο», ώστε οι ιδέες, η συμπεριφορά και ο τρόπος ζωής των «δημόσιων κινδύνων» να μη μολύνει το κοινό». Και καταλήγει Kenna: «Οι τουρίστες που επισκέπτονται σήμερα το νησί απολαμβάνοντας τις παραλίες και το τοπίο του, δεν μπορούν να φανταστούν την εμπειρία της εξορίας για μήνες ή για χρόνια, με χειμωνιάτικες καταιγίδες και λυσσαλέους ανέμους, σ’ έναν τόπο που τότε χαρακτηρίστηκε «τόπος μακρυά από το Θεό».
Ακούγεται η καμπάνα της εκκλησίας του πολιούχου Αγ. Νικολάου. Ακολουθώντας τον ίδιο κεντρικό δρομίσκο φτάνουμε σε δύο λεπτά στην ομώνυμη πλατεία. Οι αποστάσεις είναι τόσο μικρές και η μετάβαση από σημείο σε σημείο τόσο απλή στη Χώρα της Ανάφης. Στη σύντομη διαδρομή μας περνάμε γραφικό καφενεδάκι «Γλάρος», που τα ελάχιστα τραπεζάκια του είναι διάσπαρτα σε μικροσκοπικά ιδιωτικά μπαλκονάκια με απόλυτη θέα στο πέλαγος.
Στα κέντρο της πολύ όμορφης πλακόστρωτης πλατειούλας δεσπόζει λιτό Μνημείο πεσόντων Αναφιωτών, ενώ στη μια της άκρη υπάρχει Καφέ, όμορφο οίκημα με ενοικιαζόμενα δωμάτια και μικρός χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων. Στο δυτικό άκρο της πλατείας στέκει ερειπωμένος ένας παλιός ανεμόμυλος, δίπλα του ένα χαμηλό πέτρινο σπιτάκι με θόλο και σ’ επαφή μ’ αυτό, το εκκλησάκι του Αγ. Αθανασίου. Από το σημείο αυτό η θέα προς τη Σαντορίνη είναι ανεμπόδιστη, το μακρύ περίγραμμά της διαγράφεται αχνό στην πρωινή καταχνιά.
Τελειώνει η λειτουργία, οι Αναφιώτες κι οι Αναφιώτισσες βγαίνουν από την εκκλησία φορώντας τα καλά τους, ανταλλάσσουν εγκάρδιους χαιρετισμούς. Γραφική εικόνα μιας μικρής κοινωνίας, βγαλμένη από το παρελθόν.
Πίσω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου δεσπόζει, στο υψηλότερο σημείο της χώρας, ο όγκος του καφεκίτρινου βράχου με τα υπολείμματα του κάστρου. Παίρνουμε ν’ ανηφορίζουμε τα στενά σοκάκια, που ελίσσονται ανάμεσα σε χαμηλά σπιτάκια και αυλές. Λίγο πριν φτάσουμε στο κάστρο, συναντάμε μπροστά στο φουρνάκι της την μοναδική Αθηνά της Ανάφης, την κυρά-Αθηνά Χάλαρη. Εκεί δίπλα είναι το εκκλησάκι της Αγ. Θεοδώρας, μετά σκαλοπατάκια και στην κορυφή το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, δωρεά της Μαρίας Καλογύρου από το 1971.
Τα ίχνη της οχύρωσης που διασώζονται σήμερα είναι πολύ φτωχά και δίνουν αμυδρή μόνον εικόνα της αρχικής μορφής του κάστρου. Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Αγγελική Μητσάκη (2), «στην οικοδομική δραστηριότητα της πρώτης περιόδου της ενετικής επικυριαρχίας στην Ανάφη, την εποχή των Foscolo, (1207-1269), φαίνεται ότι οφείλεται η αρχική οχύρωση και κατοίκηση του λόφου πάνω στον οποίο απλώνεται σήμερα ο οικισμός της Χώρας».
Από το υψόμετρο των 250 μέτρων και την κορυφή του κάστρου η θέα είναι μοναδική προς κάθε σημείο του ορίζοντα και βέβαια υπάρχει άριστη οπτική επαφή προς τα ανατολικά με τον πανύψηλο βράχο του Κάλαμου, στην κορυφή του οποίου ανεγέρθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα άλλο ένα κάστρο.
Όλη η χώρα εκτείνεται κάτω από τα πόδια μας σαν ένα τεράστιο παζλ με εναλλασσόμενα θολωτά και οριζόντια επίπεδα που είναι οι στέγες των σπιτιών. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται σαν μικρές γαλάζιες πινελιές τα χαρακτηριστικά μπλε πορτοπαράθυρα, που είναι το μοναδικό χρώμα που χρησιμοποιείται εκτός από το άσπρο. Δεν διαφεύγει της προσοχής μας η άφθονη παρουσία της κάππαρης στο ελάχιστο χώμα που υπάρχει στο χώρο του κάστρου. Κατηφορίζουμε γοητευμένοι ακολουθώντας ένα άλλο στενάκι στα ανατολικά.
Έξω από το σπιτάκι του μας καλημερίζει ένας ηλικιωμένος.
– Το κάστρο εδώ το χτίσαν οι παλιοί για να προφυλαχτούν απ’ τους κουρσάρους. Και ξέρετε τι όπλο είχαν εφεύρει και τους ρίχναν στα κεφάλια; Πήλινα κιούπια γεμάτα μέλισσες!
Κατηφορίζουμε σκαλοπατάκια, περνάμε από σοκάκι σε σοκάκι, ειν’ ένας μικρός συναρπαστικός λαβύρινθος. Είναι στιγμές που πιστεύουμε πως έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο, μα πάντα υπάρχει μια στενή κι απίθανη δίοδος, που μας οδηγεί σ’ άλλο στενάκι. Σπάνια έχω συναντήσει τέτοια στενορύμια, σε μερικά έχω την εντύπωση, πως δεν χωράει το σώμα μου. Και παντού σπιτάκια με το απαραίτητο κολουροκωνικό φουρνάκι στις αυλές τους, που το μέγεθός του παραλλάσσει ανάλογα με τον αριθμό μελών και τις ανάγκες της οικογένειας. Άλλα σπιτάκια είναι θολοσκέπαστα και άλλα με επίπεδη σκεπή, μια διαρκής γοητευτική εναλλαγή ανάμεσα σε αυστηρές ευθείες γραμμές και σε γλυκύτατες καμπύλες. Ανεξάρτητα όμως από τον τρόπο κατασκευής τους όλα είναι γραφικότατα και στη μεγάλη τους πλειοψηφία – τουλάχιστον τα παλιά – με διαστάσεις σεμνές, προσαρμοσμένες στον περιορισμένο διαθέσιμο χώρο του τόπου και στις απολύτως απαραίτητες λειτουργικές ανάγκες των ενοίκων τους.
Μια συμπαθέστατη κυρούλα λιάζεται στην αυλή της, δίπλα στο φουρνάκι της.
– Κάθε πότε καις το φούρνο; τη ρωτάω.
– Τώρα τα «φουρνιά» ανάβουν μόνο τη Λαμπρή. Άντε που και που να τ’ ανάψει και κανένας μερακλής, να φάει νόστιμο φαγάκι, λέει η κυρά-Μαρία. Στις μέρες μου ανάβαν συνέχεια τα φουρνιά, εμείς φτάναμε το ψωμί της οικογένειας.
– Έλα να σου βγάλω κυρά-Μαρία μια φωτογραφία με το φουρνάκι σου, της λέει η Άννα.
– Πώς να με βγάλεις κόρη μου με τα ρούχα που φοράω;
Λίγο πιο κάτω περνάμε μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπου με το ωραίο καμπαναριό της. Εκεί δίπλα είναι και η Κοινότητα Ανάφης και μισό λεπτό αργότερα εμφανίζεται το Δημοτικό Σχολείο, ο κεντρικός δρόμος της Χώρας, ο φούρνος, το παντοπωλείο, η μικρή ψησταριά, το μπαράκι, το δωμάτιό μας και, μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω, δύο ταβερνάκια. Όλα σε απόσταση αναπνοής, με μοναδικό και υγιέστατο μεταφορικό μέσο τα πόδια των ανθρώπων. Μόνον ο «πολιτισμός» απέχει μακρυά από την Ανάφη, αφού έτσι το θέλησε η πολιτεία με την αδικαιολόγητη αδιαφορία της.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Με έναν γοητευτικό μύθο συνδέεται η ονομασία της Ανάφης, που έμεινε αναλλοίωτη από την αρχαιότητα ως σήμερα (3). Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτόν, όταν οι Αργοναύτες επέστρεφαν από την Κολχίδα στο Αιγαίο συνάντησαν, μια νύχτα κατασκότεινη, σφοδρή κακοκαιρία. Τότε ο Ιάσωνας επικαλέσθηκε τη βοήθεια του Απόλλωνα κι εκείνος με το χρυσό του τόξο έριξε ένα βέλος φωτεινό. Από τη λάμψη του βέλους του (την «αίγλη») «αναφάνηκε» μέσα στο φουρτουνιασμένο πέλαγος ένα νησί. Εκεί κατάφεραν ν’ αράξουν οι Αργοναύτες και από ευγνωμοσύνη προς το Θεό ίδρυσαν βωμό. Για τη σωτήρια «αίγλη» (λάμψη του) ο θεός λατρεύτηκε από τότε στον τόπο ως «Αίγλήτης Απόλλων» και στο νησί που «αναφάνηκε» από το πέλαγος δόθηκε το όνομα Ανάφη.
Πάνω από τα ΝΑ παράλια του νησιού, σε υψόμ. 327μ. βρίσκεται ο εντυπωσιακός λόφος «Καστέλλι», με την χαρακτηριστική διαγώνια κορυφή του. Εκεί ιδρύθηκε η αρχαία πόλης της Ανάφης, που πιθανότατα αποικήθηκε από Δωριείς κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα, όπως και η γετονική Θήρα. Αν και δωρική αποικία όμως, η Ανάφη αποτέλεσε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας. Κατά την Ελληνιστική εποχή (μετά το 300 π.Χ) το νησί κόβει δικό του νόμισμα με την κεφαλή του Απόλλωνα Aιγλήτη στη μία όψη και κρατήρα με μέλισσα στην άλλη, που συμβολίζει από τότε την μεγάλη μελισσοκομική παράδοση που διατηρείται ως σήμερα.
Για την πεζοπορική επίσκεψη στο Καστέλλι υπάρχει σχετική πινακίδα με μονοπάτι πάνω στο ασφάλτινο οδικό δίκτυο του νότιου τμήματος του νησιού. Η πινακίδα απέχει 5,1 χλμ. από τη Χώρα και η ανάβαση ως την κορυφή του λόφου, όπου σώζονται ερείπια οικοδομημάτων και τείχους, διαρκεί από 30-40΄. Στη διάρκεια της διαδρομής και στην ΝΑ πλαγιά του λόφου συναντάμε το νεκροταφείο της πόλης, όπου έχουν ευρεθεί μεγάλοι υπόσκαφοι θάλαμοι με είσοδο και λιθόκτιστη κλίμακα που οδηγεί στο εσωτερικό τους. Βρέθηκαν επίσης ταφικά μνημεία κοσμημένα με μαρμάρινα αγάλματα ή προτομές ανδρών και γυναικών, που μεταφέρθηκαν με μεγάλες δυσκολίες από τη θέση αυτή ως τη Χώρα, όπου εκτίθενται σε μικρό χώρο που παραχώρησε η Κοινότητα Ανάφης.
Εντυπωσιακή είναι και η κατασκευασμένη από λευκό μάρμαρο ογκώδης σαρκοφάγος που εξακολουθεί να βρίσκεται δίπλα στο ναΐσκο της «Παναγίας στο Δοκάρι». Στις τέσσερις πλευρές της είναι κοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις Γρυπών, Ερωτιδέων, Σειρήνας, Βελερεφόντη και Πήγασου, ενώ το αετωματικής μορφής κάλυμμα φέρει ανάγλυφο φολιδωτό κόσμημα. Μια άλλη παρόμοια σαρκοφάγος από την Ανάφη, κοσμημένη με ανάγλυφους ερωτιδείς, βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ο μνημειακός χαρακτήρας των τάφων και η έκταση του νεκροταφείου, καθώς και το πλήθος των επιτύμβιων γλυπτών φανερώνουν, ότι η πόλη βρισκόταν σε μεγάλη ακμή κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Νοτιότερα από το Καστέλλι, στο όρμο «Καταλυμάτσα», βρίσκεται το επίνειο της αρχαίας πόλης. Εδώ υπήρχε μια μικρή συνοικία, της οποίας τα ερείπια είναι ορατά σε μεγάλη έκταση, ενώ διάσπαρτα είναι τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη καθώς και το υπόλοιπο οικοδομικό υλικό από ντόπιο λίθο.
Για να ολοκληρώσουμε την ιστορική μας αναφορά στην Ανάφη, πρέπει να προσθέσουμε, ότι το νησί υπαγόταν ως τον 12ο αιώνα στο Βυζάντιο. Μετά μετονομάστηκε σε Νάμφιο (Namphio) και η κατοχή του πέρασε διαδοχικά από διάφορους Ενετούς ή Βυζαντινούς ηγεμόνες, ως το 1537 που καταλήφθηκε από τον διαβόητο Τούρκο πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, που έπιασε αιχμαλώτους όλους τους άντρες του νησιού. Από τότε και ως τον 19ο αιώνα οι πληροφορίες που υπάρχουν για την Ανάφη βασίζονται σε κείμενα ξένων περιηγητών. Στη δεκαετία του 1840 πολλοί Αναφιώτες μάστορες μετανάστευσαν στην Αθήνα και πρωτοστάτησαν στα έργα οικοδόμησης της πρωτεύουσας και αναστήλωσης της Ακρόπολης, ενώ στη δεκαετία του 1860 δημιούργησαν τη γνωστή γραφική συνοικία της Πλάκας, «Αναφιώτικα».
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΟΥ
ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
ΚΑΙ Η ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ
Ακόμα και τη νύχτα ο όγκος του Κάλαμου είναι ορατός, το ασαφές του περίγραμμα διαγράφεται εχθρικό και απόκοσμο πάνω από τον σκοτεινό θαλασσινό ορίζοντα. Με το φως της μέρας το τρομερό αυτό ακρωτήριο – βραχοβούνι αποκαλύπτεται σ’ όλη του την άγρια ομορφιά και μεγαλοπρέπεια. Έτσι όπως ορθώνεται κάθετα, αδίστακτα θάλεγε κανείς, 461 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, αποτελεί ένα γεωλογικό παράδοξο, ένα συγκλονιστικό έξαρμα του εδάφους, αλλοιώνει βίαια προς τα ανατολικά το, κατά τα άλλα, τριγωνικό σχήμα της Ανάφης. Τον βράχο αυτό που, σύμφωνα με τη διατύπωση του Γάλλου περιηγητή Τουρνεφόρ που επισκέφτηκε το 1702 την Ανάφη (4) αποτελεί «έναν από τους φοβερότερους βράχους που υπάρχουν στον κόσμο», ξεκινάμε να γνωρίσουμε από κοντά, θεωρώντας τον ως μια από τις άμεσες προτεραιότητές μας. Η ώρα βέβαια της μέρας είναι προχωρημένηκαι αντενδείκνυται για ανάβαση στην κορυφή του και στην ονομαστή Μονή της Άνω Παναγίας της Καλαμιώτισσας. Περιοριζόμαστε λοιπόν προς το παρών στη επίσκεψή μας στην Κάτω Καλαμιώτισσα ή Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, που είναι χτισμένη στα ερείπια του ναού του Αιγλήτη Απόλλωνα. Είναι μια συνολική διαδρομή 9 ασφάλτινων χιλιομέτρων από τη Χώρα ως το Μοναστήρι, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω εκτενέστερα. Στην ουσία πρόκειται για το Ν-ΝΑ τμήμα της ακτογραμμής του νησιού, που είναι το ηπιότερο και σχηματίζει υπέροχους αμμουδερούς κολπίσκους και όρμους, εξαιρετικά δημοφιλείς στους θερινούς παραθεριστές, Έλληνες και – κυρίως –ξένους.
Τα σωζόμενα ερείπια του ναού του Απόλλωνα και – κατ’ επέκτασιν – οι κτιριακές εγκαταστάσεις της μονής βρίσκονται σ’ έναν αυχένα 60 περίπου μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εδώ είναι το στενότερο σημείο του ισθμού, που συνδέει τον κορμό της νήσου Ανάφης με το ακρωτήριο του Κάλαμου.
Στη θέση αυτή κατέληξε η αρχαία «Ιερά Ορός» που ξεκινούσε από την ανατολική πλαγιά της πόλης στο Καστέλλι και είχε κατά μήκος της βωμούς και μνημεία, ενώ τμήματα του λιθόστρωτου είναι και σήμερα ορατά. Το ιερό του Απόλλωνα (5) οριζόταν από εντυπωσιακό περίβολο κατασκευασμένο ισοδομικά από ντόπιο λίθο (σιδερόπετρα), ο οποίος σώζεται σε μεγάλο ύψος και αποτελεί σήμερα τον περίβολο της μονής.
Το αρχαίο οικοδομικό υλικό, καλοδουλεμένοι πλίνθοι από μάρμαρο ή ντόπιο λίθο, χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή πολλών από τις σύγχρονες εγκαταστάσεις του μοναστηριού, όπου εντοιχίσθηκαν και αρκετές επιγραφές. Η Τράπεζα του μοναστηριού, στα δεξιά της εισόδου, αποτελεί στο μεγαλύτερο τμήμα της μέρος αρχαίου οικοδομήματος πιθανότατα και του ιδίου του ναού του Απόλλωνος. Στην αυλή του μοναστηριού αλλά και ολόγυρα σε μεγάλη έκταση υπάρχουν διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη: σπόνδυλοι κιόνων, κιανόκρανα και τρίγλυφα. Επίσης στο χώρο γύρω από τον περίβολο υπάρχει πλήθος ερειπίων, προφανώς ποικίλων εγκαταστάσεων του αρχαίου ναού. Επειδή οι κτιριακές εγκαταστάσεις έχουν υποστεί καταστροφές κυρίως από σεισμούς, η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει κάνει αντιστήριξη ορισμένων επικίνδυνων τμημάτων και προγραμματίζει τη στερέωση και συντήρηση.
Ως προς τη Μονή της Καλαμιώτισσας το καθολικό της υψώνεται πάνω στα θεμέλια του αρχαίου ναού (6). Το ίδιο το καθολικό είναι ένας μονόχωρος τρουλαίος ναός με νεώτερο πολύτοξο καμπαναριό στη δυτική πρόσοψη.
Εσωτερικά διασώζεται ωραίο ζωγραφιστό και ξυλόγλυπτο τέμπλο του 19ου αιώνα. Οι περισσότερες εικόνες είναι έργα του Νικόλαου Καραβία από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα., ανάμεσα στις οποίες και η σαφώς πρωιμότερη εικόνα της Καλαμιώτισσας με την αργυρεπίχρυση επένδυση.
Εξαιτίας των πολυάριθμων επισκευών του ναού με δυσκολία προσδιορίζεται η εποχή της ανέγερσής του. Το βέβαιο είναι, ότι η μονή της Καλαμιώτισσας απέκτησε σταυροπηγιακά προνόμια επί πατριαρχίας Σωφρονίου (1774-1780), τα οποία ανανεώθηκαν το 1798 από τον πατριάρχη Γρηγόριο.
Δίπλα στο μοναστήρι, σ’ ένα ταπεινό σπιτάκι ζει ο βοσκός μπάρμπα-Ματθαίος με τη γυναίκα του Καλλιόπη. Δικό του είναι το σκληρό κατσικίσιο τυρί, που αποτελεί τη βάση για το τόσο νόστιμο σαγανάκι. Τους αποχαιρετάμε προς το παρόν με την υπόσχεση ότι την τελευταία μέρα της παραμονής μας στο νησί θα περάσουμε να προμηθευτούμε μια ποσότητα από μέλι και τυρί.
ΣΤΟ ΚΛΕΙΣΙΔΙ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ
Κάθε πρωί ξυπνάμε απ’ τα χαράματα, ανάμεσα πέντε και έξι. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Ίσως χορταίνουμε τον ύπνο αφού, αν κι έχει το δωμάτιο τηλεόραση, ποτέ δεν την ανοίγουμε. Ίσως πάλι επειδή, το βιολογικό μας ρολόι που λειτουργεί με το ένστικτο. Μας επιβάλλει να μην χάνουμε λεπτό απ’ την Ανάφη.
Πριν βγει ακόμα ο ήλιος, στον ουρανό, στη Χώρα και στο πέλαγο κυριαρχεί το γκρίζο
και το άσπρο. Ύστερα, καθώς ροδίζει η αυγή, τα χρώματα γλυκαίνουν, τα νησάκια απέναντι ξυπνούν, οι πρώτες σκιές παιχνιδίζουν ανάμεσα στις ολόασπρες επιφάνειες, δίνουν όγκο σε σπίτια και σοκάκια. Σε κάποια τέτοια ξεκινήματα της μέρας τρέχουμε ν’ ανεβούμε σε αντικρινούς λοφίσκους, να προλάβουμε το ξύπνημα της Χώρας. Άλλοτε πάλι κατηφορίζουμε προς το λιμάνι, υψώνουμε τα μάτια μας και βλέπουμε τη Χώρα να κρέμεται από πάνω μας, σαν μια λευκή ακανόνιστη γραμμή με φόντο το γαλάζιο.
Ανάμεσα στον όρμο του Αϊ-Νικόλα και τη Χώρα είναι σκαρφαλωμένο το Κλεισίδι, ένας μικρός συνοικισμός με ελάχιστα σπιτάκια και ξενώνες. Είναι ένα απ’ τα σημεία του νησιού, που μας είχε μιλήσει με ενθουσιασμό ο Μιχάλης Ζευγουλάς. Δεν είναι τυχαίο. Ο τόπος αν κι είναι δίπλα στο λιμάνι, μοιάζει ξεκομμένος απ’ το υπόλοιπο νησί, αφού ο δρόμος σταματάει εκεί. Είν’ ένας ειδικός προορισμός για αναχωρητές και μυημένους, που δεν θέλουν νάχουν γύρω τους τίποτε άλλο από το πράσινο της λοφοπλαγιάς, την παραμυθένια αμμουδιά του Κλεισιδιού και τον γαλάζιο ορίζοντα του ανοιχτού πελάγου.
Το Κλεισίδι όμως διαθέτει και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: τις γευστικές δημιουργίες της Μαργαρίτας Καλογεροπούλου, που τόσα μας είχε πει γι’ αυτήν ο ειδικός για τα γαστρονομικά θέματα του περιοδικού, Μιχάλης Ζευγουλάς. Την γνωρίζουμε ένα ηλιόλουστο μεσημέρι, την ώρα που ετοιμάζεται να κάψει το φουρνί της. Σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία των φούρνων στην Ανάφη, που τώρα πια μόνον σπάνια δικαιολογούν την ύπαρξή τους, ο φούρνος της Μαργαρίτας καίει συνεχώς, άλλοτε για να φιλοξενήσει για ώρες πολλές στη θερμή αγκαλιά του το ντόπιο κατσικάκι με τυρί και λαδορίγανη και άλλοτε για να ψήσει το υπέροχο ψωμί. Το ψωμί αυτό είτε είναι ζυμωτό με προζύμι και χρήση λευκού και κίτρινου αλευριού είτε είναι το ονομαζόμενο «ζαφοριστό», που παίρνει αυτή την ονομασία επειδή περιέχει «ζαφορά», τον κρόκο δηλαδή που είναι στις πλαγιές της Ανάφης αυτοφυής.
Η Μαργαρίτα δεν κρύβει τη χαρά της που μας γνωρίζει, άλλωστε είναι από καιρό συνδρομητής του περιοδικού. Θυμάται, ότι, όταν πριν 20 χρόνια ξεκίνησε την επιχειρηματική της δραστηριότητα με το εστιατόριο και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, η υποδομή που προϋπήρχε ήταν ελάχιστη, όπως τα δωμάτια και το εστιατόριο «Άρτεμις» στο Κλεισίδι και το καφενεδάκι και ταβέρνα της κυρά-Πόπης στο λιμάνι. Ήταν τα χρόνια εκείνα, που οι πρώτοι επισκέπτες, Έλληνες και ξένοι, ανακάλυπταν ως τουριστικό προορισμό τους την Ανάφη.
Ακόμη νωρίτερα, το 1966, η Ανθρωπολόγος Margaret Kenna είχε συναντήσει στην Ανάφη συνθήκες, που σήμερα μοιάζουν πρωτόγονες. Όπως αναφέρει η ίδια: «Δεν υπήρχε ηλεκτρικό και η συλλογή του βρόχινου νερού γινόταν σε στέρνες. Τρία τηλέφωνα λειτουργούσαν μόνο στο νησί, ένα στο σταθμό χωροφυλακής, ένα στο λιμάνι και ένα στο ταχυδρομείο. Προβλήτα κανονική δεν υπήρχε, υποχρεώνοντας το πλοίο της γραμμής να αγκυροβολεί ανοιχτά του λιμανιού και τους επιβάτες μαζί με τα εμπορεύματα να μετεπιβιβάζονται σε λάντζες για να φτάσουν στην ακτή. Αν οι άνεμοι ήταν ισχυροί, το πλοίο έδινε σώμα και συνέχιζε την πορεία του, δεν θα υπήρχε ταχυδρομείο και εφοδιασμός για εκείνη τη βδομάδα.
Η κατασκευή της ηλεκτρογεννήτριας και το τέλος της δικτατορίας σηματοδότησαν τη βαθιά αλλαγή της Ανάφης. Οι μετανάστες άρχισαν να επιστρέφουν, οι κάτοικοι άρχισαν να ανακαινίζουν κτίρια ή να χτίζουν δωμάτια για να νοικιάσουν στους τουρίστες. Λίγα χρόνια αργότερα, η ολοκλήρωση των βελτιώσεων του λιμανιού επέτρεψε την αποβίβαση επιβατών και φορτίων στην προβλήτα. Ολοένα και περισσότεροι τουρίστες, Έλληνες και ξένοι, έφθαναν στο νησί. Το όνομα της Ανάφης άρχισε να κάνει την εμφάνισή του σε τουριστικούς οδηγούς, που τη χαρακτήριζαν «παρθένο νησί», με καταπληκτικές παραλίες στη νότια πλευρά του και άγρια τοπία.
Ο δρόμος κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1980 και λίγο αργότερα το λιμάνι συνδέθηκε με το χωριό και την παραλία μέσω λεωφορείου.
Χιλιάδες τουρίστες επισκέπτονταν πια την Ανάφη κάθε χρόνο από το Μάιο ως τον Σεπτέμβριο, ενώ ορισμένοι προτιμούσαν να κατασκηνώνουν στις παραλίες, παρά να νοικιάζουν δωμάτιο, δημιουργώντας προβλήματα απορριμμάτων και υγιεινής».
Και καταλήγει η Kenna: «Το νησί, που πίστευα τη δεκαετία του 1960 ότι θα εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του, είναι πια ένας ζωηρός και εύρωστος τόπος, με κάποια από τα δωμάτιά του να εμφανίζονται στο INTERNET».
Οι πρώτες ευωδιές του ψωμιού της Μαργαρίτας αναδύονται ήδη από το φούρνο και γεμίζουν την ατμόσφαιρα, κάτι που δεν περνάει απαρατήρητο από τους πελάτες της, που αυτή την περίοδο είναι όλοι ξένοι.
– Πολλοί απ’ αυτούς έχουν γίνει μόνιμοι επισκέπτες, λέει η οικοδέσποινα. Έρχονται εδώ κάθε καλοκαίρι, αρκετοί μάλιστα για 10-15 χρόνια. Για παράδειγμα, εκείνος ο μοναχικός στο ακριανό τραπεζάκι, έρχεται σχεδόν 15 χρόνια τώρα και μένει όλο το καλοκαίρι. Είναι ο Christian, ένας συμπαθέστατος Γερμανός, που, ανάμεσα στις άλλες του ιδιότητες, είναι και ζωγράφος. Κάθεται εκεί πάντα στο ίδιο τραπέζι. Το έχουμε ονομάσει «τραπεζάκι του Christian» και του το κρατάμε.
Με μια μπύρα μπροστά του ο Γερμανός τι άλλο θα μπορούσε να πίνει;- έχει ερυθρωπό απ’ τον ήλιο χρώμα, ξέμπλεκα γένεια και μαλλιά. Ένα πολύχρωμο «πόντσο», περασμένο γύρω απ’ το κεφάλι του, καλύπτει σαν μικρή κελεμπία το πάνω μέρος του αδύνατου κορμιού του και τον κάνει να μοιάζει με φιγούρα βγαλμένη από ταινία γουέστερν. Που και που ανάβει ένα τσιγάρο, πίνει μια γουλιά μπύρα και με μισόκλειστα μάτια αγναντεύει το πέλαγο. Κάποια στιγμή τελειώνει τη μπύρα του, φοράει ένα χαρτονένιο πλατύγυρο καπέλο που του δίνει όψη Μεξικάνου, χαιρετάει σ’ ένα αχνό χαμόγελο την ομήγυρη και αποχωρεί ήρεμα κρατώντας στο χέρι το αχώριστο καλάμι του. Τώρα στο τραπεζάκι του μπορεί να καθίσει οποιοσδήποτε.
– Μένει σε υπνόσακο, στη μικρή διπλανή ακτή «Κατσούν黨, εξηγεί η Μαργαρίτα. Τον Αύγουστο, όταν ο κόσμος γίνεται υπερβολικός γι’ αυτόν, ζητάει από έναν ψαρά και τον πηγαίνει για καναδιό εβδομάδες απέναντι στα Φτενά, όπου ζει σαν ερημίτης.
Στο μεταξύ, στο διάστημα των δύο τελευταίων ωρών, ο πρωινός γαρμπής έχει δυναμώσει. Ξεκίνησε από νωρίς σαν μια δροσερή αύρα και ήδη πρέπει να πλησιάζει τα 6 μποφόρ. Αλλεπάλληλα αφρισμένα κύματα καταλήγουν με ορμή στην άβαθη αμμουδιά του Κλεισιδιού, δημιουργώντας μια υπέροχη εικόνα αέναης κίνησης, που, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, φέρνει έντονα στο νού εξωτικές εικόνες από νησιά του Ειρηνικού. Δεν είναι όμως μόνον η όραση που ευτυχεί μ’ αυτό το θέαμα, είναι και ο υπέροχος ήχος των κυμάτων που ακούγεται συνεχώς «ευχάριστα στ’ αυτιά μας». Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε και την ικανοποίηση της γεύσης με τα εξάισια μεζεδάκια της Μαργαρίτας – ρεβιθοκεφτέδες, κολοκυθοκεφτέδες, κολοκυθοκεφτέδες, φάβα και σουπιές με μάραθο και με κοφτό μακαρονάκι – τότε αναρωτιέμαι, τι περισσότερο θα μπορούσαμε να επιθυμήσουμε.
Ο όρμος του λιμανιού και το διπλανό Κλεισίδι σηματοδοτούν την αρχή της ήπιας Ν και ΝΑ ακτής της Ανάφης, που την καθιέρωσε ως έναν «κολυμβητικό παράδεισο». Η ακτή αυτή, σ’ όλο της σχεδόν το μήκος από το λιμάνι ως την αρχή του ακρωτηρίου του Κάλαμου, καταλήγει με απαλές κλίσεις στη θάλασσα, σε αντίθεση με την υπόλοιπη ακτογραμμή του νησιού που είναι, είτε βραχώδης είτε απόλυτα απόκρημνη. Μια σειρά από συναρπαστικούς κόλπους και όρμους δημιουργούνται λοιπόν σ’ αυτό το τμήμα της Ανάφης, που στην πλειοψηφία τους είναι ελάχιστα ορατοί από το ασφάλτινο οδικό δίκτυο. Αν όμως κάποιος ξεκινήσει απ’ το Κλεισίδι με υπομονή και εξερευνητική διάθεση, πολύ σύντομα θα διαπιστώσει γιατί οι παραλίες της Ανάφης είναι τα τελευταία 30 χρόνια τόσο γνωστές και δημοφιλείς, κυρίως στους ξένους αλλά και στους μυημένους Έλληνες. Ξεκινώντας λοιπόν αυτό το οδοιπορικό πολύ γρήγορα ανακαλύπτουμε πίσω απ’ το Κλεισίδι, τη μικρή αμμουδιά «Κατσούνι», τον αγαπημένο τόπο του Christian, με τα ρηχά διάφανα νερά και τα αρμυρίκια της. Αμέσως μετά είναι η «Φλαμουρού», μικρή κι αυτή που έχει την ιδιομορφία άλλες χρονιές να εμφανίζεται βραχώδης κι άλλες αμμώδης.
– Αυτό εξαρτάται από την ένταση των ανέμων, μου εξηγεί η Μαργαρίτα. Ο δυνατός γαρμπής παρασέρνει την αμμουδιά, ενώ ο βοριάς την επαναφέρει.
Σε συνέχεια της Φλαμουρούς αρχίζουν οι πασίγνωστες παραλίες του «Ρούκουνα», ο «Έξω», ο «Μικρός» και ο «Μεγάλος Ρούκουνας». Οι παραλίες αυτές έγιναν διάσημες γιατί, έως και λίγα χρόνια πριν, συγκέντρωναν τεράστιους αριθμούς – ξένων κυρίως – ελεύθερων κατασκηνωτών και γυμνιστών. Κάποτε όμως η τοπική κοινωνία αλλά και λόγοι υγιεινής ώθησαν στην απαγόρευση της ελεύθερης κατασκήνωσης.
Η παραλία του Ρούκουνα από την άσφαλτο μοιάζει μ’ ένα μικρό παραλιάκι, που δεν ξεπερνάει τις μερικές δεκάδες μέτρων. Μετά από βάδισμα ενός 5λεπτου πλάι σε μια όμορφη ρεματιά με πικροδάφνες, φραγκοσυκιές, καλάμια και ελαιόδεντρα διαπιστώνουμε ότι είναι μια εκτεταμένη ακτή με άνοιγμα μισού περίπου χιλιομέτρου. Είναι μια ελκυστική αμμουδιά που έχει απέναντι της τα Φτενά και την Παχειά και είναι ορθάνοιχτη στο νοτιά και σ’ όλους τους δευτερεύοντες ανέμους, από τον σοροκολεβάντε ως το γαρμπή. Πάνω από τη φαρδειά λωρίδα άμμου μια αδιάκοπη γραμμή από εκατοντάδες αρμυρίκια ρίχνει προστατευτική σκιά, καθιστώντας το Ρούκουνα πλαζ ιδανική για τους λουομένους.
Στο δρόμο για την ακτή λειτουργεί κατά την θερινή περίοδο και η ομώνυμη ταβέρνα, που τώρα είναι κλειστή.
Μετά τον Ρούκουνα είναι η μικρή ακτή της Καταλυμάτσας, γνωστή από τα υπολείμματα του αρχαίου επινείου και αμέσως μετά ο «Μέγας Ποταμός» με άσπρο βότσαλο και η μικρή αμμουδιά των Αγ. Αναργύρων, με το γραφικότατο εξωκκλήσι ακριβώς πάνω απ’ την ακτή. Όποιος ελεύθερος κολυμπήσει εδώ, παντρεύεται, κατά την τοπική παράδοση. Η ακτογραμμή ολοκληρώνεται με τα βαθιά και πεντακάθαρα νερά του όρμου Πρασσιές, κάτω από τη Μονή της Καλαμιώτισσας.
Εδώ βρίσκεται και το θεαματικότερο σημείο της νότιας ακτής, αφού, ακριβώς από πάνω, ορθώνεται ο μεγαλειώδης όγκος του ακρωτηρίου του Κάλαμου.
Ενδιαφέρον όμως δεν παρουσιάζει μόνον η ακτογραμμή. Όλη η ασφάλτινη διαδρομή των 9 χλμ. από τη Χώρα ως τη Μονή μας χαρίζει υπέροχες εικόνες αυθεντικού Αναφιώτικου τοπίου με ολόλευκα εξωκκλήσια και μικροσκοπικές αλλά και μεγαλύτερες ρεματιές όπου η παρουσία νερού δίνει τροφή σε πικροδάφνες καλαμιές και ελαιόδεντρα. Κυρίαρχες με την παρουσία τους είναι οι αγροτικές κατοικίες του νησιού, οι περίφημες «κατοικιές», όλες εφοδιασμένες με το μικρό ή μεγάλο φουρνάκι τους ή και τα δύο.
Σε μια τέτοια «κατοικιά» – που είναι βέβαια μια σύγχρονη παραθεριστική κατοικία – φτάνουμε ένα πρωί παίρνοντας ένα ιδιωτικό χωματόδρομο έξω από την άσφαλτο, που καταλήγει πάνω από έναν στενό και βραχώδη όρμο. Ειν’ ένα ειρηνικότατο σημείο, με μικρή κατάφυτη ρεματιά, περιποιημένες εγκαταστάσεις και ένα γραφικότατο ξωκκλήσι.
Μια προχωρημένη απογευματινή ώρα βρισκόμαστε στην τοποθεσία «Μέγας Ποταμός», σε απόσταση πεντέμιση χλμ. απ’ τη Χώρα.
Είναι μια από τις θεαματικότερες και μεγαλύτερες χαράδρες του νησιού, που αναπτύσσεται σαν μια κατάφυτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα γυμνά βουνά του Καστελλιού και της Χαλέπας, για να καταλήξει στη θάλασσα στην ομώνυμη ακτή. Ο πολύ καλός χωματόδρομος είναι φραγμένος με σιδερένια μπάρα, αφήνουμε λοιπόν το αυτοκίνητο και σ’ ένα εξάλεπτο καταλήγουμε στην πιο οργανωμένη αγροτική εξοχική κατοικία της Ανάφης, με μεγάλη συγκέντρωση ελαιόδεντρων, συκιές και άλλα οπωροφόρα δέντρα, αμπελάκι, φούρνους, στέρνα με νερό και μικρά οικήματα σε άριστη κατάσταση. Εκείνο όμως που κάνει την περιοχή μοναδική είναι η συναρπαστικότερη θέα του Κάλαμου που έχουμε αντικρύσει ως τώρα. Μπροστά μας απλώνεται με εκπληκτική αμεσότητα ο ευρύτατος κόλπος των Πρασσιών.
Εξωκκλήσι Αγ.Αναργύρων, Μονή Ζωοδόχου Πηγής στον αυχένα και βορειότερα ένας συμπαγής ορεινός όγκος με πετρώματα εντυπωσιακών σχηματισμών. Στα ανατολικά, πάνω απ’ τον κόλπο ορθώνεται, φράγμα ανυπέρβλητο, το πιο διάσημο σημείο της Ανάφης, ο φοβερός βράχος του Κάλαμου. Καθώς χαμηλώνει πίσω μας ο ήλιος, παρακολουθούμε τη σταδιακή χρωματική μεταβολή της τεράστιας επιφάνειας του βράχου, που κοκκινίζει όλο και περισσότερο, ώσπου περιβάλλεται μ’ ένα αχνό ιώδες.
Στα νότια, προς τη πλευρά του πέλαγου, τα τέσσερα ερημόνησα, σε μια νοητή ευθεία σχεδόν, εξακολουθούν για λίγο ακόμα να έχουν πάνω τους τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Ύστερα γίνονται κι αυτά απλά περιγράμματα, που χάνουν σιγά-σιγά τις λεπτομέρειες του όγκου τους.
Μια μέρα πριν γίνει το φεγγάρι ολόγιωμο, εμφανίζεται ψηλά στον ουρανό ανατολικά της κορυφής του Κάλαμου. Είναι ώρα να επιστρέψουμε στη Χώρα.
– Αύριο το πρωί θέλω ν’ ανεβούμε στην Καλαμιώτισσα, λέει η Άννα, καθώς αντικρύζουμε για τελευταία φορά το υπερθέαμα του βράχου.
Μια υπέροχη ψαρόσουπα με μια πιατέλα φρεσκότατες σκορπίνες, μας περιμένει λίγο αργότερα στον εξώστη της Αλεξάνδρας. Λίγη ώρα πριν απ’ τα μεσάνυχτα οι σκούροι όγκοι των μικρονησιών διαγράφονται ευδιάκριτα στον θαλάσσιο ασημένιο δρόμο που σχηματίζει το φεγγάρι.
ΣΤΑ ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ
ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΙΩΤΙΣΣΑΣ
Τη στιγμή που ανοίγω τα μάτια μου είναι ακόμα νύχτα ή, τουλάχιστον, έτσι δείχνει να είναι. Το ρολόι μου όμως έχει διαφορετική άποψη αφού, σύμφωνα με τους δείχτες του, έχει ήδη ξημερώσει. Το μυστήριο δεν κρατάει για πολύ. Ένας ουρανός γκριζόμαυρος είναι ο υπαίτιος του σκότους. Τα σύννεφα μάλιστα είναι τόσο χαμηλά που μοιάζουν με ομίχλη, μια ομίχλη, που από τον δυνατό γαρμπή μετακινείται διαρκώς. Αναρωτιέμαι αν, αρχές του Ιούνη, βρίσκομαι στην Ανάφη ή στα περίφημα «καζάνια» του Ολύμπου, που παράγουν ομίχλη σ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους.
– Λυπάμαι, λέω λίγο αργότερα στη σύσκεψη του πρωινού καφέ στην Άννα. Η Καλαμιώτισσα για σήμερα αναβάλλεται.
– Αποκλείεται, απαντάει πεισμωμένη. Άλλωστε μετά από λίγο θ’ ανοίξει ο καιρός.
Σκέφτομαι, πολύ αργά βέβαια, ότι αν από την πρώτη στιγμή ήμουν εγώ ο υπέρμαχος της ανάβασης, ίσως η Άννα αρνιόταν.
– Ωραία λοιπόν, αν καταφέρουμε να εντοπίσουμε το βράχο, συμφωνώ να ανεβούμε.
Δεν είναι υπερβολή. Σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής από τη Χώρα ως τη Μονή, απλά υποψιαζόμαστε την ύπαρξη της κορυφής. Είναι μονίμως καλυμμένη από σύννεφα.
– Καλημέρα κυρά-Καλλιόπη. Τι καιρός ειν’ αυτός σήμερα; ρωτάω τη γυναίκα του βοσκού.
– Αντάρα, παιδάκι μου, ξανάρθε ο Χειμώνας.
Για πού το βάλατε όμως πρωί-πρωί;
– Λέμε να πεταχτούμε ως την κορφή.
– Και το μωράκι;
– Μαζί κι αυτό.
Σταυροκοπιέται η κυρά-Καλλιόπη. Προσπαθεί να μας αποτρέψει. Μιλάει για την ομίχλη, για τον κίνδυνο να χάσουμε νωρίς – νωρίς το μονοπάτι, για τον άγριο αέρα ψηλά στο χείλος του γκρεμού.
– Αφήστε το για αύριο, λέει στο τέλος εξαντλώντας τα επιχειρήματά της.
– Μην ανησυχείς κυρά-Καλλιόπη, θα τα καταφέρουμε.
Ξεκινάμε αποφασιστικά. Η ενός έτους Αθηνούλα χοροπηδάει χαρούμενα στους ώμους μου.
Τόσες μέρες έχει βολευτεί περίφημα στο εξαιρετικά πρακτικό σακίδιο πλάτης, που, τρεις βδομάδες πριν στα Μέθανα, μου έφεραν οι φίλοι μου απ’ την Κύπρο. Έχει βαριά συννεφιά και φυσάει δυνατά. Καιρός ιδανικός για ανάβαση.
– Όχι όμως και για φωτογράφιση, δηλώνει η Άννα. Θα μοιάζει σαν ν’ ανεβήκαμε στον Κάλαμο χειμώνα.
Το μονοπάτι είναι πετρώδες αλλά βατό. Στα πρώτα του στάδια είναι λίγο ασαφές, με μια σχετική εμπειρία όμως είναι αδύνατον κάποιος να το χάσει. Λίγο πιο πάνω τα όρια είναι σαφή, είναι πια ένα καλοσχηματισμένο μονοπάτι.
Παράλληλα όμως και η κλίση γίνεται εντονότερη, αρχίζουν οι αλλεπάλληλες στροφές, στροφές γνωστές και ως «καγκέλια». Στο μεταξύ, παρά τις αρχικές δυσοίωνες προβλέψεις μου, ο καιρός εξελίσσεται συναρπαστικός, σχεδόν ιδανικός. Φυσάει βέβαια πάντα δυνατά, αυτό όμως έχει ως συνέπεια να μετακινούνται η ομίχλη και τα σύννεφα, να αποκαλύπτονται συνεχώς εικόνες απρόβλεπτες, που διατηρούνται για μερικά δευτερόλεπτα ή λεπτά κι ύστερα μεταβάλλονται ή χάνονται. Άλλοτε λοιπόν αποκαλύπτεται στο ΒΑ τμήμα της χερσονήσου το πέλαγος, άλλοτε τμήματα του απόκρημνου και εξαιρετικά περίπλοκου ανάγλυφου με διαδοχικές χαοτικές χαράδρες και γκρεμούς και άλλοτε, πάνω από τα κύματα ομίχλης, απελευθερώνεται ένας ήλιος χλωμός και κομμάτια γαλάζιου ουρανού. Στα πρώτα βέβαια στάδια η πορεία είναι για μένα αρκετά επώδυνη αφού, εκτός από τα δικά μου κιλά, μεταφέρω σχεδόν 10 κιλά της Αθηνούλας. Η κυρία αυτή μετά το πρώτο εικοσάλεπτο, έτσι όπως λικνίζεται με τον αργό βηματισμό μου, έχει μάλλον χάσει κάθε ενδιαφέρον για την ωραία διαδρομή. Γέρνει λοιπόν το κεφαλάκι της στον αριστερό μου ώμο και αποκοιμιέται, διαταράσσοντας όμως έτσι σοβαρά το κέντρο βάρους στην πλάτη μου, κάτι που μου δημιουργεί πρόβλημα ευστάθειας.
Πενήντα σχεδόν λεπτά από την αναχώρησή μας φτάνουμε στο πρώτο «πέρασμα» ή «σκάλα», σε υψόμετρο 350 μέτρων. Είναι ένας αυχένας, που από κάτω του στα ΒΑ χάσκει ασύλληπτος γκρεμός. Το μονοπάτι είναι λαξευμένο στο χείλος του, είναι ωστόσο ασφαλέστατο και υποστηρίζεται επιπλέον με σιδερένια κάγκελα. Σ’ αυτό το σημείο, κάθιδροι και με αέρα δυνατό, κάνουμε στάση δύο λεπτών χαρίζοντας στους εαυτούς μας μερικές ανάσες αλλά και εικόνες εντυπωσιακής από την τραχειά γεωλογική διεργασία της φύσης στον βράχινο όγκο του Κάλαμου.
– Κουράγιο, λέω στην Άννα, πιο πολύ όμως για να τ’ ακούσω εγώ. Κοντεύουμε!
Κινούμαστε τώρα στις βόρειες υπώρειες της κορυφής σε αποκλειστικά πετρώδες μονοπάτι.
Εμποδισμένος ο γαρμπής από το βουνό, έχει σιγήσει εντελώς, τα πάντα ξαφνικά έχουν ηρεμήσει. Σ’ ένα δεκάλεπτο φτάνουμε στη δεύτερη σκάλα με το ίδιο εντυπωσιακό τοπίο ολόγυρά μας. Η Μονή ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει αθέατη. Ίσιωμα για λίγο, πάλι καγκέλια, σκαλοπάτια λαξευμένα στο βράχο, η ύστατη προσπάθεια. Στις 9:50΄ ακριβώς, 1 ώρα και 10΄ από την αναχώρησή μας, αντικρύζουμε απέναντί μας στα δυτικά τον όγκο της Καλαμιώτισσας, ένα λευκό μετέωρο στην άκρη του τραχύτατου ασβεστολιθικού γκρεμού. Την ίδια στιγμή, απελευθερωμένος πια από εμπόδια, μας χτυπάει στα πρόσωπα ο γαρμπής, δυνατότερος από ποτέ. Σπεύδουμε να βρούμε σημείο απάνεμο και ν’ αλλάξουμε τα μουσκεμένα μας μπλουζάκια.
Για το καθολικό της μονής η Δρ. αρχαιολογίας Α. Μητσάκη αναφέρει: (8) «Το καθολικό είναι ένας μονόχωρος τρουλαίος ναός με υψηλές αναλογίες, οκτάπλευρο εξωτερικό τύμπανο τρούλου, ευρεία ημικυκλική αψίδα ιερού και δίτοξο νεοκλασικό καμπαναριό. Το καθολικό σώζει εσωτερικά ξυλόγλυπτο τέμπλο του 18ου αιώνα αλλά οι εικόνες έχουν μεταφερθεί στο κάτω μοναστήρι. Απέναντι από το καθολικό εντοιχισμένη στην πρόσοψη κελλιού μαρμάρινη πλάκα φέρει εγχάρακτη επιγραφή, στην οποία αναγράφεται η ημερομηνία 1715, Απριλίου 15 και αναφέρεται ως κτήτορας ο ταπεινός Μελέτιος Ιερομόναχος».
Μια υδατοδεξαμενή και τέσσερα κελιά, που κάποια είναι κλειστά, συμπληρώνουν τις εκγαταστάσεις της μονής. Κάποια απ’ αυτά είναι ανοιχτά και διακρίνονται στο εσωτερικό τους ίχνη από πρόχειρη εγκατάσταση επισκεπτών. Είναι γνωστό, ότι αρκετοί φυσιολάτρες κάθε χρόνο συνηθίζουν να διανυκτερεύουν στην Καλαμιώτισσα, για να έχουν την μέγιστη ευτυχία τα χαράματα να ατενίζουν τον ήλιο να αναδύεται από τα Αιγαιοπελαγίτικα νερά. Και η πανσέληνος όμως απ’ την κορφή της Καλαμιώτισσας πρέπει να είναι μια εμπειρία ανεπανάληπτη.
Ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα, ίσως όχι όσο θάπρεπε στερεό, παρέχει προστασία του εξωτερικού νότιου χώρου του καθολικού από το γκρεμό. Το ταρατσάκι όμως δίπλα από ένα δίδυμο θολόσκεπο κελλί είναι από παντού ελεύθερο. Εκεί προτιμώ να καθίσω για μερικά λεπτά. Το θέαμα είναι ιλιγγιώδες, το άπλωμα της επιφάνειας του Αιγαίου ως την άκρη του ορίζοντα, ασύλληπτο. Θα ήταν μάλλον πολύ δύσκολο να επιχειρήσω να περιγράψω με όποιες λέξεις και φράσεις την εικόνα και τα συναισθήματα στη θέα αυτής της γαλάζιας απεραντοσύνης.
Τηλεφωνώ στον φίλο μου Κυριάκο Παπαγεωργίου, τον πρώτο άνθρωπο που εδώ και χρόνια μου μίλησε και με παρακίνησε θερμά ν’ ανεβώ στην Καλαμιώτισσα.
– Ακούς την ανάσα του γαρμπή; του φωνάζω, προσανατολίζοντας το τηλέφωνο κόντρα στην ένταση του ανέμου. Βρίσκομαι στο αγαπημένο σου μπαλκόνι του Αιγαίου.
Ωστόσο κάτω χαμηλά, από την επιφάνεια της θάλασσας, ανηφορίζει διαρκώς ένα τεράστιος λευκό σύννεφο τόσο συμπαγές, που μας κρύβει κάθε οπτική επαφή προς τον δυτικό ορίζοντα. Αρκετές φορές φτάνει ως την κορυφή σαν πυκνή ομίχλη και τότε παροδικά σκοτεινιάζει, η ήλιος σχεδόν εξαφανίζεται. Περιμένουμε υπομονετικά να σταματήσει κάποτε αυτή η αέναη παραγωγή των υδρατμών. Επιτέλους κάποια στιγμή το ανώτερο τμήμα του σύννεφου διαλύεται, ενώ το υπόλοιπο παραμένει χαμηλά. Και τότε αποκαλύπτεται για πρώτη φορά η Χώρα της Ανάφης απέναντί μας, μια μικρή ολόλευκη πινελιά στην κορυφή του λόφου της.
Η επιστροφή είναι ένας ευχάριστος περίπατος, ολοκληρώνεται σ’ ένα 50λεπτο. Συναντάμε και πάλι την κυρά-Καλλιόπη κι αυτή τη φορά μας χαιρετάει χαρούμενη και ανακουφισμένη.
ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
– Μετά τα ύψη του Κάλαμου νομίζω ότι δικαιούμαστε να χαλαρώσουμε μ’ ένα ουζάκι στην ακροθαλασσιά, λέω στην Άννα.
Κατηφορίζουμε τα τρία σχεδόν χιλιόμετρα που μας χωρίζουν από τη Χώρα και πάμε να καθίσουμε στο ταβερνάκι «Ακρογιάλι» της κυρά-Πόπης, μητέρας του Προέδρου.
– Την ώρα αυτή το καλύτερο που έχω να σας προτείνω είναι γοπίτσες τηγανιτές, βγαλμένες το πρωί, λέει η κόρη της κυρά-Πόπης, η Νεκταρία. Αν ήταν όμως βράδυ θα σας συνιστούσα ελληνική παραδοσιακή κουζίνα της μητέρας μου.
35 χρόνια δουλεύει το μαγαζί η κυρά-Πόπη. 35 χρόνια αδιάκοπης προσφοράς και μάλιστα σε καιρούς που η ύπαρξη του μαγαζιού εξαρτάτο από τους ελάχιστους τότε επισκέπτες του νησιού.
– Αν εξαιρέσεις τους χειμώνες που όλα ηρεμούσαν, δεν κοιμήθηκα όλα αυτά τα χρόνια κανένα μεσημέρι, λέει με πίκρα. Και ούτε ξέρω ακόμα πως είναι το θαλασσινό νερό το καλοκαίρι.
Οι γόπες είναι υπέροχες, το ίδιο και η σαλάτα με τα βλήτα της Ανάφης. Δίπλα μας δύο ζευγάρια Αμερικανών και Γερμανών απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα. Είμαστε οι μοναδικοί άνθρωποι την ώρα αυτή στο λιμάνι της Ανάφης. Εμείς κι ο γαρμπής που δεν λέει να σταματήσει. Νωρίς το απόγευμα ξεκινάμε την περιήγησή μας, που θα συνεχιστεί αδιάκοπα ως την τελευταία ημέρα της παραμονής μας στο νησί. Πολύτιμο βοηθό μας σ’ αυτό το εγχείρημα έχουμε το κοινοτικό 4Χ4, που έθεσε ευγενικά στη διάθεσή μας ο Πρόεδρος.
Ποτέ βέβαια δεν χρειαστήκαμε τις αυξημένες οδικές δυνατότητες αυτού του αυτοκινήτου, αφού οι δρόμοι της Ανάφης είναι καλά συντηρημένοι και στο σύνολό τους σχεδόν φιλικοί σε κάθε αυτοκίνητο.
Πέντε είναι οι βασικοί οδικοί άξονες που ξεκινούν από τη Χώρα και οδηγούν σε διάφορα σημεία του νησιού. Ο πρώτος, που είναι και ο συντομότερος, καταλήγει μετά από 2,8 ασφάλτινα χιλιόμετρα στον όρμο του Αγίου Νικολάου με την προβλήτα του. Διατηρείται επίσης σε άριστη κατάσταση και το παλιό μονοπάτι, μια ωραία πεζοπορική διαδρομή που κατηφορίζει από το νότιο τμήμα της χώρας ως το λιμάνι περίπου σε ένα τέταρτο.
Ο δεύτερος οδικός άξονας, ασφάλτινος επίσης, συνδέει με διαδρομή 9 χλμ. τη Χώρα με το ανατολικότερο σημείο του νησιού, καταλήγοντας στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής η Κάτω Καλαμιώτισσα, κάτω από τον Κάλαμο. Είναι η πιο άνετη και πιο δημοφιλής από τους επισκέπτες οδική αρτηρία, αφού περνάει κοντά από τις κορυφαίες αμμουδιές και επιπλέον προσφέρει εντυπωσιακή θέα στον συγκλονιστικό βράχο του ακρωτηρίου του Κάλαμου.
Ο τρίτος οδικός άξονας κατευθύνεται Δ-ΒΔ της Χώρας προς τις τοποθεσίες «Καμμένη Λαγκάδα», «Βαγιά» και «Λάκκους». Το κεντρικό δίκτυο είναι ασφάλτινο με μήκος πεντέμιση περίπου χλμ. και με πολλές και ενδιαφέρουσες χωμάτινες απολήξεις σε διαδοχικούς όρμους και ακτές. Η πρώτη τοποθεσία που συναντάμε είναι η Καμμένη Λαγκάδα με περιβόλια, ελαιόδεντρα και πολλά πηγαία νερά.
Εδώ βρίσκεται και ο όρμος «Κυπαρίσσι», μια εκτεταμένη παραλία, όπου το βότσαλο εναλλάσσεται με κροκάλες και χρησιμοποιείται από αρκετούς παραθεριστές που προτιμούν αυτό το είδος των ακτών.
Στη συνέχεια, και μετά το ακρωτήριο «Λύτρα» που είναι το δυτικότερο της Ανάφης, συναντάμε την τοποθεσία Βαγιά με τον ομώνυμο όρμο, που έχει τα ίδια σχεδόν μορφολογικά χαρακτηριστικά με τον προηγούμενο.
Ακολουθεί ο όρμος «Πράσσα», ένας βραχώδης κολπίσκος όχι ιδιαίτερα φιλόξενος, που γίνεται εχθρικός και απρόσιτος με δυνατό μαΐστρο.
Η περιήγηση στο ΒΔ τμήμα του νησιού ολοκληρώνεται με την τοποθεσία Λάκκους και τον όρμο «Καλαγκάθι», μια παραλία που συνδυάζει βότσαλο και άμμο.
Όλο αυτό το Δ και ΒΔ τμήμα της Ανάφης παρουσιάζει μια σημαντική μορφολογική διαφορά σε σχέση με το υπόλοιπο νησί, που στο σύνολό του αποτελείται από ορεινούς όγκους πετρώδεις και γυμνούς. Η διαφορά αυτή αποτυπώνεται στην επιστημονική μελέτη του Ν. Γ. Μελιδώνη: (8) «Η ορεινή και σχεδόν μονότονος μορφολογία της Ανάφης μεταβάλλεται αποτόμως εις τους δυτικούς της τομείς, όπου εξαφανίζεται σχεδόν εντελώς ο ορεινός χαρακτήρ, αι κυριαρχούσαι δεν μορφαί είναι κατά πολύ ομαλώτεραι, δυνάμεναι να χαρακτηρισθούν ως λοφώδεις με μίαν γενικήν κλίσιν προς την θάλασσαν. Η παρατηρουμένη ομαλότης, εν συγκρίσει πάντοτε προς την υπόλοιπον νήσον, η χαρακτηρίζουσα την περιοχών της Βαγιάς – ως ονομάζεται η περιοχή αυτή, είναι αποτέλεσμα της γεωλογικής της κατασκευής. Αυτή συνίσταται εξ ενός συστήματος πετρωμάτων κατά πολύ νεωτέρων εν σχέσει προς τα πετρώματα τα συνιστώντα την υπόλοιπον νήσον. Τα πετρώματα αυτά είναι εντελώς διαφόρου φύσεως – πλέον εύθρυπτα – και διαφόρου τεκτονικής τοποθέτησεως».
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως είναι ένα εξαιρετικά ήπιο τοπίο, που συνδυάζει μικρές και μεγάλες κοιλάδες με αναβαθμίδες και καλλιέργειες, πεδινές εκτάσεις κάποιες από τις οποίες είναι απόλυτα επίπεδες, πολλές αγροτικές κατοικίες και έναν μεγάλο αριθμό από γραφικά ξωκκλήσια, που είναι διάσπαρτα παντού.
Η τέταρτη διαδρομή είναι πολύ πιο σύντομη από τον προηγούμενη, κινείται στο εσωτερικό του νησιού και είναι αρκετά θεαματική και ενδιαφέρουσα. Από τη Χώρα ξεκινάμε με κατεύθυνση ανατολική προς Κάλαμο και στα 400 περίπου μέτρα εγκαταλείπουμε την άσφαλτο και ανηφορίζουμε απότομα αριστερά τον ασφαλτοστρωμένο επίσης δρόμο. Αφήνουμε στα δεξιά μας έναν κατηφορικό χωματόδρομο που περνάει πάνω από λατομικές εγκαταστάσεις και παίρνουμε κατεύθυνση προς «Βρύση» και «Άγιο Μάμμα» όπως αναφέρει η σχετική πινακίδα. Μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα στρίβουμε δεξιά σε χωματόδρομο (στην ευθεία ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος καταλήγει πιο πάνω στο «Ελικοδρόμιο»).
Πολύ γρήγορα συναντάμε μπροστά μας πινακίδα, που μας πληροφορεί ότι βρισκόμαστε στην τοποθεσία «Ψάθη». Από εδώ έχουμε ωραία θέα του βόρειου τμήματος της Χώρας και, σε πρώτο πλάνο, το όμορφο κτίριο του Γυμνασίου και Λυκείου της Ανάφης. Παντού ολόγυρά μας μοιάζουν να ξεφυτρώνουν απ’ το έδαφος λευκές σιλουέτες από ξωκκλήσια, ενώ η ευρύτερη περιοχή είναι κατάσπαρτη με κατοικιές, μικρούς ελαιώνες, αμπελάκια και πεζούλες.
Συνεχίζοντας πάντα την πορεία μας προς τα βόρεια συναντάμε κάποιους δευτερεύοντες χωματόδρομους, που τερματίζουν μετά από σύντομες διαδρομές σε κατοικιές ή αδιέξοδα με θεαματικές εικόνες προς το ΒΔ τμήμα του νησιού. Από ένα τέτοιο σημείο αγναντεύουμε μια βαθιά και μεγάλη χαράδρα με ελαιόδεντρα, πεζούλες αλλά και ένα μονοπάτι, που, έστω και από την μεγάλη απόσταση που το παρατηρούμε, διακρίνεται καθαρά να διασχίζει το κατώτερο τμήμα της χαράδρας με κατεύθυνση ΒΔ προς τις ακτές.
Παρακάμπτοντας τους δευτερεύοντες χωματόδρομους και συνεχίζοντας ευθεία, συναντάμε σε απόσταση 3,7 χλμ. από τη Χώρα το εξωκκλήσι του Σταυρού, που, σύμφωνα με την πινακίδα, είναι του 15ου αιώνα. Το εκκλησάκι είναι χτισμένο στους πρόποδες της νότιας και πιο απόκρημνης πλαγιάς της Βίγλας, που με υψόμετρο 579 μέτρων, είναι το υψηλότερο σημείο του νησιού.
Η Πέμπτη και τελευταία κεντρική οδική αρτηρία της Ανάφης είναι μεγάλη, πολύπλοκη αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αφού οδηγεί σε μερικά από τα συναρπαστικότερα σημεία του νησιού. Είναι ένα δίκτυο διαδαλώδες με βασικούς και δευτερεύοντες χωματόδρομους, που μας μεταφέρουν γενικά στον Β-ΒΔ όγκο του νησιού. Εδώ εμφανίζεται στα μάτια μας ρεαλιστικά τα κυριότερα χαρακτηριστικά του αναφιώτικου τοπίου, οι ορεινοί όγκοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον γυμνοί, πετρώδεις και τσουρουφλισμένοι από τον ήλιο. Το ασβεστολιθικό έδαφος είναι τραχύ και αφιλόξενο, κατάσπαρτο με ανώμαλες πέτρες και εχθρικούς αγκαθωτούς θάμνους.
Τους χειμωνιάτικους όμως μήνες το τοπίο μεταβάλλεται, η απωθητική γύμνια των βουνών καλύπτεται με λεπτό μανδύα χλόης καταπράσινο, που λίγο αργότερα την Άνοιξη διακοσμείται από τη φύση με πολύχρωμα αγριολούλουδα.
Ανάμεσα στους ορεινούς όγκους η προαιώνια διαβρωτική δράση των νερών έχει δημιοργήσει πτυχώσεις γοητευτικές, χαράδρες, κοιλάδες, μικρές και μεγάλες ρεματιές. Αυτούς τους μικρότοπους ή διαδοχή των εποχών τους αφήνει ανεπηρέαστους, ακόμα και στις πιο θερμές θερινές περιόδους μοιάζουν με οάσεις.
Πάντα θα συναντήσει εδώ κανείς το πράσινο χώμα απ’ τα κλαδιά των ελαιόδεντρων, φραγκοσυκιές με τα παχύσαρκά τους φύλλα, μικρά αμπελάκια σε πλαγιές ή αναβαθμίδες, καλαμιές, συκιές, περιβολάκια με καλλιέργειες, το ζωηρό χρώμα της πικροδάφνης. Είναι αυτοί οι ευλογημένοι τόποι, όπου τα πηγαία νερά είναι παντοτινά, φαινόμενο ανεξήγητο για ένα Κυκλαδονήσι, με τόσο νότιο γεωγραφικό πλάτος και τόσο χαμηλούς ορεινός όγκους.
Ένας τέτοιος τόπος, όπου αστείρευτο τρέχει το νερό είναι η πασίγνωστη τοποθεσία «Βρύση», κοντά στη ΒΔ άκρη του νησιού. Για να φτάσουμε ως εκεί ξεκινάμε από τη Χώρα με κατεύθυνση προς Κάλαμο και, όπως ακριβώς στην τέταρτη διαδρομή, ανηφορίζουμε στα 400 μέτρα απότομα αριστερά. Αμέσως μετά κατηφορίζουμε τον πρώτο χωματόδρομο δεξιά, που περνάει πάνω από το λατομείο. Στα 3,8 χλμ. συναντάμε μια ανηφορική διακλάδωση προς τ’ αριστερά, εμείς όμως συνεχίζουμε ευθεία, και κατηφορίζουμε συνεχώς έναν δρόμο βατό μεν αλλά αρκετά ενοχλητικό, που μετά από 2,2 χλμ. (6 συνολικά από τη Χώρα) μας οδηγεί στη Βρύση. Στη διάρκεια της διαδρομής έχουμε αφήσει διάφορους δευτερεύοντες δρόμους, που άλλοι μας οδηγούν στο εξωκκλήσι του Αγ. Μάμμα, άλλοι στις παρυφές της θεαματικής κορυφής τους Καστελλιού και άλλοι στους βόρειους πρόποδες της Βίγλας στην τοποθεσία «Βούβες» και στο ωραίο εξωκκλήσι της Παναγίας των Βουβών. Θα ήταν όμως ίσως πολύ κουραστικό, στα πλαίσια αυτού του άρθρου, να περιγράψουμε με λεπτομέρειες όλες αυτές τις λαβυρινθώδεις διαδρομές.
Μετά την χωμάτινη λοιπόν πορεία μας κάτω από τις ανηλεείς ακτίνες του ήλιου, αισθανόμαστε στη Βρύση σαν να βρισκόμαστε σε όαση. Αρχικά μας εντυπωσιάζει το πλατάνι, το μοναδικό δέντρο αυτού του είδους στην Ανάφη. Δεν έχει βέβαια τις επιβλητικές διαστάσεις πλατάνων που μας εντυπωσιάζουν στο Πήλιο, στην Ήπειρο και σε άλλους τόπους της Ελλάδας, είναι όμως ένα γλυκύτατο δέντρο ύψους 10 περίπου μέτρων που τα κλαδιά του σχηματίζουν μια τέλεια ομπρέλλα διαμέτρου τουλάχιστον 15 μέτρων.
Κάτω από την υπέροχη σκιά υπάρχει παγκάκι, δροσερό αεράκι, πυκνές αβατσινιές και πικροδάφνες και κυρίως γάργαρο νερό, που αναβλύζει συνεχώς από τη γη. Σκύβουμε και ξεδιψάμε από τη γη της Ανάφης.
Το νεράκι της Βρύσης κυλάει στην κοίτη μιας στενής κοιλάδας, που στην μόνιμη δροσιά της έχει αναπτυχθεί ένας πυκνότατος καλαμιώνας. Μετά τη Βρύση συνεχίζει ο δρόμος κατά μήκος της κοιλάδας και, σε λιγότερο από δύο χιλιόμετρα, καταλήγει στον όρμο του Αγ. Γεωργίου με το ομώνυμο εξωκκλήσι, και τα υπολείμματα δύο πετρόχτιστων οικημάτων, ελάχιστα μέτρα από το κύμα. Το άνοιγμα του κολπίσκου δεν ξεπερνάει τα 80 μέτρα και η ακτή κατάσπαρτη από μεγάλες κροκάλες που κάνουν δύσκολη την πρόσβαση.
Εκτός από τις πολυδαίδαλες χωμάτινες διαδρομές υπάρχουν σ’ αυτό το τμήμα της Ανάφης και αρκετά μονοπάτια, παμπάλαιες και κουραστικές αρτηρίες σύνδεσης της Χώρας με απόμακρες κατοικιές, βοσκοτόπια και καλλιέργειες. Κάποια απ’ αυτά τα μονοπάτια είναι ευκολοδιάβατα και φιλικά, αληθινά χαρά να τα βαδίζει ο πεζοπόρος. Άλλα πάλι είναι κακοτράχαλα και δυσδιάκριτα, μερικά μάλιστα έχουν εξαφανισθεί τελείως στα χόρτα και στ’ αγκάθια από την πολύχρονη αχρηστία.
Θα είμασταν πολύ ευτυχείς αν είχαμε τη δυνατότητα να βαδίσουμε στις στράτες των παλιών Αναφιωτών και ν’ αποκαλύψουμε κάποια απόμακρα απ’ αυτά όπως το δύσκολο μονοπάτι προς τον αμμώδη όρμο «Λιθόσκοπο» που μοιάζει με τον Ρούκουνα, ή προς την «Φανερωμένη», το ακρωτήριο «Βόρειο» και τον όρμο «Συμμιακό», στο βορειότερο άκρο του νησιού. Μας παρηγορεί τελικά το γεγονός, ότι, πριν εγκαταλείψουμε το πανέμορφο νησί, είχαμε την μεγάλη ικανοποίηση να ραντίσουμε με άφθονο ιδρώτα δύο απ’ αυτά τα μονοπάτια, που μας οδήγησαν σε δύο από τα πιο διάσημα εξωκκλήσια της Ανάφης, τον Άγιο Αντώνιο και τον Αγ. Ιωάννη τον Θεολόγο.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ,
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
«Απόμακρο», «μοναχικό και αθέατο ως την τελευταία στιγμή», «πρέπει να σου δείξουν πώς να πας», θέλει κόπο για να φτάσεις», ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς και τα σχόλια, που ακούγαμε από τις πρώτες κιόλας μέρες για τον Άγιο Αντώνιο. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και τη μεγάλη μνημειακή του αξία αφού είναι ο μοναδικός βυζαντινός ναΐσκος στην Ανάφη και μάλιστα με σωζόμενες τοιχογραφίες των αρχών του 14ου αιώνα – τότε ήταν απόλυτα δικαιολογημένο το ζωηρό ενδιαφέρον μας γι’ αυτό το εκκλησάκι. Δεν περνούσε ούτε μια μέρα χωρίς ν’ αναφερθούμε στον Άγιο Αντώνιο και στον χρόνο της επίσκεψής του…
Τρεις καθηγητές του Λυκείου της Ανάφης, νέοι σε ηλικία και ενθουσιώδεις πεζοπόροι, εκδηλώνουν την επιθυμία να έρθουν μαζί μας. Ξεκινάμε λοιπόν με δύο αυτοκίνητα από τη Χώρα και ακολουθούμε το γενικό δρομολόγιο της πέμπτης διαδρομής (προς Βρύση).
Στην διακλάδωση των 3,8 χλμ. συνεχίζουμε ευθεία και στα 5,5 χλμ. συναντάμε πινακίδα που μας κατευθύνει προς Αγ. Αντώνιο, ενώ δεξιά ο δρόμος διακλαδίζεται προς τις παρυφές της κορυφής του Καστελλιού. Ήδη μετά από λίγο αγναντεύουμε το πέλαγος στο ΒΑ τμήμα του νησιού. Αν και δεν είναι ούτε 9, ο ήλιος καίει δυνατά και επικρατεί άπνοια, συνθήκες καθόλου ιδανικές για πεζοπορία.
Στα 6,1 χλμ. ο δρόμος τερματίζει οριστικά μπροστά στην κατοικιά του μπάρμπα-Γιάννη Κολυδά και της γυναίκας του Ανεζίνης. Έχουμε ήδη γνωρίσει σε προηγούμενη επίσκεψή μας το ηλικιωμένο ζευγάρι που ζει μόνιμα εδώ, από τους τελευταίους ανθρώπους του νησιού που εξακολουθούν να ζουν σε κατοικιές. Γι’ αυτούς ο χρόνος έχει σταματήσει κάποιες δεκαετίες πριν. Τίποτε στον τρόπο ζωής και στις συνήθειές τους δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Ούτε φυσικά στον θερισμό του κριθαριού με το παραδοσιακό δρεπάνι και το χέρι. Άλλωστε η εικόνα της κυρά-Ανεζίνης και του γιου της είναι πολύ εύγλωτη. Τους εντοπίζουμε τυχαία μερικές εκατοντάδες μέτρα χαμηλότερα σε κάποια χωραφάκια δημιουργημένα – ποιος ξέρει με πόσο μόχθο – σε αναβαθμίδες, τόσο μικροσκοπικά και ταπεινά, που αν τα έβλεπαν οι γεωργοί των απέραντων πεδιάδων της Θεσσαλίας και του Έβρου, δεν θα πίστευαν στα μάτια τους, θα νόμιζαν, πως οι «συνάδελφοι» τους της Ανάφης είναι τρελοί.
Σκυμμένοι πάνω από την ξερή γη, μάνα και γιος με τα δρεπάνια στα χέρια ακολουθούν σιωπηλά τη μοίρα τους, τη μοίρα ενός τόπου, που τα τελευταία χρόνια έγινε αβάσταχτη και άλλαξε.
Άλλη μια κατοικιά, πιο σύγχρονη αυτή, βρίσκεται δίπλα στην κατοικιά του μπάρμπα-Γιάννη. Ανήκει στον ανηψιό του, το μελισσοκόμο Γιώργη Κολυδά, που, πριν από την πορεία, μας κερνάει καφεδάκι. Από την ταράτσα της αυλής του αγναντεύουμε την απεραντοσύνη του Αιγαίου.
– Τον βλέπετε εκείνο το μοναχικό βράχο με τις τρεις μύτες πάνω απ’ την ακτή; Εκεί από πίσω είναι χτισμένο το ξωκκλήσι, πάνω απ’ το γκρεμό. Και στον αντικρινό λόφο ασπρίζει άλλο ένα. Είναι του Αη-Δημήτρη, το μοναδικό σ’ αυτό τον άγιο από τα 90 εκκλησάκια του νησιού.
Η πορεία του μονοπατιού διαγράφεται χαμηλά σαν λεπτή γραμμή, άλλοτε ευδιάκριτη και άλλοτε χαμένη κάτω από χόρτα και αγκάθια.
Παίρνουμε τον κατήφορο δίπλα από την κατοικιά του μπάρμπα-Γιάννη. Ο τόπος μοσχοβολάει θυμάρι και φασκόμηλο. Λίγο πιο κάτω, σε μια ωραία ρεματιά με αμπελάκια και ελιόδεντρα, συναντάμε στέρνα με νερό και λαξευμένη κοίλη πέτρα, ίσως για πλύσιμο των ρούχων στο χέρι, όπως παλιά.
Μερικά λεπτά αργότερα το μονοπάτι περνάει από το χώρο μιας κατοικιάς. Με τα πολλά μικρά σπιτάκια της, τους δυο μεγάλους φούρνους, τις βοηθητικές εγκαταστάσεις και το εξαίρετο αλωνάκι δίνει την εικόνα μικρού συνοικισμού. Μιας μικροκοινωνίας με απόλυτη σχεδόν αυτοτέλεια και αυτάρκεια σ’ αυτή την ερημιά, ποιος ξέρει πόσες ώρες με τα πόδια από τη Χώρα. Στις πλαγιές των αντικρινών λοφίσκων, κυριευμένες από χόρτα και αγκάθια, διακρίνονται ακόμη οι λιθόκτιστες πεζούλες, φτιαγμένες με μόχθο εδώ και αιώνες. Κάποτε εκεί έβγαιναν τα γεννήματα και το κρασί της οικογένειας. Τώρα σ’ αυτή την κατοικιά, από τις ωραιότερες της Ανάφης, απομένει ερημιά και εγκατάλειψη.
Κατηφορίζουμε συνεχώς, έχουμε τώρα απέναντί μας το χαρακτηριστικό βράχο, το σημάδι μας. Το μονοπάτι συνεχίζει κακοτράχαλο και δυσδιάκριτο, ανάμεσα σε πέτρες και αγκαθωτούς θάμνους κάθε είδους. Φαίνεται, πως πολύ λίγοι πια φτάνουν στον Άγιο Αντώνιο. Μικρή ρεματιά με νερό, καλαμιώνας και πικροδάφνες, ανηφορίζουμε το τελευταίο κομμάτι. Περνάει το μονοπάτι πλάι από το βράχο, ο πελαγίσιος ορίζοντας μας θαμπώνει με τη γυαλάδα του. Μπροστά μας ένα μονόχωρο πέτρινο σπιτάκι και από κάτω του ακριβώς οι τρεις σταυροί και η δίρριχτη θολωτή σκεπή του Αγ. Αντωνίου, μια λευκή κυματιστή πινελιά σε φόντο γαλανό. Από κάτω γκρεμός τραχύς και αδιάβατος, πέφτει κάθετα από ύψος 40 μέτρων στην αφιλόξενη ακτή. Γκρεμοί και ολόγυρα, στις πλαγιές και στ’ ακρωτήρια.
Τοπίο σκληρό, εχθρικό. Μόνο σ’ ένα σημείο ημέρεψε η φύση και στάθηκε στον τόπο φιλική. Εκεί που είναι γαντζωμένο το ξωκκλήσι, ένα επίπεδο μπαλκονάκι τόσο δα, φτάνει δεν φτάνει τα 100 τετραγωνικά. Με πιάνει δέος, απορία και θαυμασμός για τους παλιούς εκείνους Αναφιώτες, που εφτά αιώνες πριν, βρήκαν τη δύναμη, τη θέληση, την έμπνευση, την πίστη, να ορθώσουν εδώ το ολόλευκο ξωκκλήσι, παντοτινό σύμβολο ευλάβειας και γαλήνης σ’ αυτόν τον αγριότοπο.
Ηρεμούμε. Μετά την πορεία των 50 λεπτών η θέα των γκρεμών και του πελάγους μας ανταμείβει. Με το κλειδί που μας παραχώρησε η Αστυνομία μετά από παρέμβαση του Προέδρου – στο παρελθόν σημειώθηκε σύληση παλιών εικόνων – εισχωρούμε στο εσωτερικό. «Ο ναός (α) που είναι μετόχι της μονής της Χολοβιώτισσας Αμοργού, αποτελείται από δύο καμαροσκέπαστους χώρους με ημικυκλικές αψίδες που επικοινωνούν με μεγάλο τοξωτό άνοιγμα και εντοιχισμένα μερικά αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη. Στο βόρειο κλίτος, που άλλοτε ήταν κατάγραφο, διατηρούνται ακόμη με ζωηρά χρώματα η παράσταση της Υπαπαντής, πάνω από αυτήν το κάτω τμήμα της Γέννησης και αριστερά τους τμήμα από την παράσταση της Ανάληψης. Οι τοιχογραφίες αυτές, έργο ασυνήθιστα καλής ποιότητας για τις σύγχρονες Κυκλάδες, είναι το μοναδικό σωζόμενο δείγμα μνημειακής ζωγραφικής στο νησί και έχουν χρονολογηθεί στις αρχές του 14ου αιώνα.
Μέσα στη ζέστη του μεσημεριού η ανάβαση της μιας ώρας είναι αρκετά οδυνηρή και η Αθηνούλα στην πλάτη μου ιδιαίτερα βαριά. Ποιος το σκέφτεται όμως! Τώρα ξέρω με τα δικά μου μάτια – και όχι μόνον από διηγήσεις – ότι πίσω από τον ερυθρωπό βράχο με τις τρείς μύτες, κουρνιασμένο κόντρα στους γραίγους της Ανάφης, βρίσκεται το εξωκκλήσι του Αγίου Αντωνίου. Κι αυτό μου φτάνει…
– Χαίρομαι πολύ που φτάσαμε σ’ ένα από τα πιο δυσπρόσιτα εκκλησάκια του νησιού, λέω το απομεσήμερο στο Δημήτρη.
– Υπάρχει όμως και ο Αη-Γιάννης ο Θεολόγος, που οι πληροφορίες μου λένε, ότι είναι ακόμη πιο απόμακρος, μου απαντάει. Δυστυχώς, δεν έχω πάει ποτέ.
Να για άλλη μια φορά μπροστά μου το σύνδρομο της πρόκλησης. Μετά από ένα ωραίο γεύμα, λογικά θα έπρεπε να εξαργυρώσω την πρωϊνή προσπάθεια με μια καλή ξεκούραση. Φαίνεται όμως, ότι από το ίδιο σύνδρομο πάσχει και ο Δημήτρης. Σ’ ένα λεπτό το αποφασίζουμε. Λίγο μετά τις τρεις, με ήλιο ανελέητο, ξεκινάμε οι δύο μας ν’ ανακαλύψουμε τον Θεολόγο στην περιοχή του Δράπανου.
Κάποιοι ντόπιοι φίλοι που συναντάμε στη Χώρα προσπαθούν να μας κατατοπίσουν. Δεν είναι σαφείς ως το τέλος, τουλάχιστον καταλαβαίνουμε όμως το σημείο εκκίνησης και την κατεύθυνση.
– Μετά από λίγο θα συναντήσατε την κατοικιά του μπάρμπα-Νικολή, καταλήγουν. Αυτός θα σας καθοδηγήσει.
Ξαναπαίρνουμε λοιπόν και πάλι ένα τμήμα της πρωινής διαδρομής: Χώρα (βελάκι) 0,4 χλμ. αριστερά (βελάκι) 07 δεξιά (πάνω από το λατομείο) (βελάκι) 3,8 απότομα αριστερά (εκκλησάκι της Παναγίας των Αξίνων) (βελάκι) 4,2 αριστερά (δεξιά ο δρόμος προς τη Βρύση). Στα 4,8 χλμ. εκκλησάκι δεξιά του δρόμου. Κινούμαστε ήδη στις ΒΑ υπώρειες της Βίγλας, χαμηλά στα Α απλώνεται η περιοχή της Βρύσης με τις παραλίες της. Στα 5,2 χλμ νέο εκκλησάκι κάτω από το δρόμο και αριστερά στις αναβαθμίδες αμπελάκι. Στα 6,4 ακριβώς στρίβουμε αριστερά (δυτικά) και σταματάμε (Ούτως ή άλλως μετά από 300 περίπου μέτρα ο δρόμος τερματίζει). Βρισκόμαστε μπροστά στο όμορφο εκκλησάκι της «Παναγίας των Βουβών» με τις ……….της.
«Πίσω από το εκκλησάκι θα συναντήσετε το μονοπάτι, που θα σας πάει στον μπάρμπα- Νικολή», μας έχουν πει.
Το βρίσκουμε αμέσως και 5΄ πριν από τις 4 ξεκινάμε με Β κατεύθυνση. Ακριβώς απένταντί μας στα Ν ορθώνεται η κορυφή της Βίγλας. Το μονοπάτι είναι καλοσχηματισμένο και βατό, αληθινή λεωφόρος μετά το κακοτράχαλο του Αγ. Αντωνίου. Σ’ ένα πεντάλεπτο στρίβει Δ-ΝΔ, η αντικρινή πλαγιά είναι καταπράσινη με αμπελάκια, η ρεματιά γεμάτη με συκιές. Σ’ ένα δεκάλεπτο συναντάμε πλάι στο δρόμο μια κατοικιά με άφθονα φραγκόσυκα ολόγυρά της και κορυφαία θέα στις ακτές.
– Νομίζω πως πάμε μια ωραία εκδρομή, λέω στο Δημήτρη. Θα μπορούσα να βαδίζω έτσι για ώρες.
Πάντα ωραίο το μονοπάτι συνεχίζει δυτικά, ακούγονται όμως δυνατά και επίμονα γαυγίσματα. Σε τρία λεπτά αντικρύζουμε τον αίτιο. Είναι ένας σκύλος καφετής και άσχημος, που τον αντιπαθούμε στη στιγμή. Δίπλα του στο χώμα κάθεται το αφεντικό του, προφανώς ο μπάρμπα-Νικολής. Στη θέα των σακιδίων και της φωτογραφικής μηχανής ανοίγει τα μάτια του διάπλατα.
– Τι ζητάτε εδώ πάνω;
– Τον Αη-Γιάννη το Θεολόγο. Μας είπαν απ’ τη Χώρα, ότι εσύ θα μας πεις πως πάνε ως εκεί, απαντάει ο Δημήτρης και λέει το όνομα του ανθρώπου από τη Χώρα.
Ο μπάρμπα-Νικολής μας κοιτάει με μάτι δύσπιστο. Κάτι λέει αλλά είναι αδύνατον ν’ ακούσουμε. Ο σκύλος δίπλα δεν σταματάει ούτε στιγμή να μας ξεκουφαίνει.
– Σας ρώτησα από πού είσαστε, επαναλαμβάνει δυνατότερα.
– Πως ν’ ακούσουμε μπάρμπα – Νίκο; Πες στο σκύλο να σωπάσει.
Κάνει μια αόριστη κίνηση στον αέρα με τη μαγκούρα του, που ο σκύλος την αγνοεί επιδεικτικά. Η επιθυμία του να τον χτυπήσω είναι σφοδρή, σπάνια έχω αισθανθεί έτσι για κάποιο ζωντανό. Κάποια στιγμή καταφέρνω να του δώσω να καταλάβει, ότι είμαι από τη Θεσσαλονίκη. Σαν να μου φαίνεται ότι αρχίζει να μαλακώνει και πιθανολογώ, ότι μου αναφέρει κάποιες παλιές αναμνήσεις του από κει.
– Από τη Θεσσαλονίκη, ε; λέει και ξαναλέει.
Για ένα δεκάλεπτο «ανταλλάσσουμε απόψεις» με δυνατές φωνές και ακόμη δυνατότερα γαυγίσματα, δυστυχώς για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο, το δρόμο για τον Αη-Γιάννη. Τελικά ο άνθρωπος συγκεντρώνεται στην ερώτηση.
– Μονοπάτι; Δεν υπάρχει από δω κανένα μονοπάτι. Υπήρχε ένα από την άλλη μεριά της Παναγίας αλλά έκλεισε.
– Και τώρα, τι θα κάνουμε μπάρμπα – Νίκο;
– Ή θα γυρίζετε πίσω ή θα τραβήξετε ευθεία, απέναντι στη ράχη.
Κοιτάμε εκεί που μας δείχνει με το χέρι του, κάπου ψηλά και μακρυά προς τα ΒΔ. Η προοπτική μοιάζει απαίσια. Ύστερα παρατηρούμε το έδαφος μπροστά μας. Ακόμη χειρότερο. Κάθε τετραγωνικό εκατοστό είναι καλυμμένο από αγκάθια. Σ’ αυτή τη ράχη έχουν δώσει το ραντεβού τους όλοι οι αγκαθωτοί θάμνοι της Ανάφης. Και δυστυχώς σ’ αυτή τη συνάντηση συμμετέχουμε κι εμείς.
Χαιρετάμε το μπάρμπα-Νίκο, αποφεύγουμε να χαιρετίσουμε το σκύλο, βάζουμε τα κεφάλια κάτω και ξεκινάμε. Είναι μια αληθινή δοκιμασία. Μέσα σ’ ένα δίλεπτο έχω αναθεωρήσει όλες τις απόψεις μου περί δύσβατων, κακοτράχαλων ή εχθρικών διαδρομών. Στην ουσία μελετάμε το κάθε μας βήμα, ψάχνουμε να βρούμε το θάμνο με τα λιγότερα αγκάθια. Τα ελαφρά ορειβατικά μου παπούτσια γεμίζουν συνεχώς, τα αγκάθια πονάνε δυσάρεστα, κάθε λίγο σταματάω για να τα βγάλω.
– Θα φύγω λοξά, λέει ο Δημήτρης, για να δω κατά που πέφτει ο Αη-Γιάννης.
Συνεχίζω κάθετα τον ανήφορο προσδοκώντας μετά να κατηφορίσω την κορυφογραμμή. Κάποιοι θάμνοι με σκληρά αγκάθια είναι γεμάτα με κίτρινα λουλούδια. Πάνω τους ρουφούν το νέκταρ μέλισσες. Καθώς περνάω από δίπλα ενοχλούνται, αρχίζουν να βουίζουν θυμωμένες γύρω μου. Σκέφτομαι ενστικτωδώς να τρέξω, μα το μετανιώνω αμέσως. Που να τρέξω και που να πάω; Απομακρύνομαι ήρεμα λοιπόν και γλυτώνω απ’ το θυμό τους.
Τυχαία γυρίζω το κεφάλι μου δεξιά. Κάτω χαμηλά, πολύ μακριά, αντικρύζω το βορειότερο άκρο της Ανάφης, το ακρωτήρι «Βόρειο». Και δίπλα του τον όρμο Συμμιακό, με μια βραχονησίδα παράξενη, τριγωνική, σαν προέκταση του κάβου.
– Πως δεν το πρόσεξα νωρίτερα αυτό το αριστούργημα; Λέω στον εαυτό μου.
Πατάω κάπου σταθερά, προσαρμόζω στη μηχανή τον τηλεφακό και φωτογραφίζω την πιο γλυκειά εικόνα απ’ όλο αυτό τον αγριότοπο.
Στο μεταξύ ο Δημήτρης έχει φτάσει στην κορυφή της αντικρινής ράχης. Μου δείχνει με το χέρι και μου φωνάζει δυνατά: «Ο Αη-Γιάννης βρίσκεται εδώ από κάτω!»
Με ακμαιότερο ηθικό συνεχίζω τη μάχη με τη δική μου κορυφή, όπου φτάνω ασθμαίνοντας ένα δεκάλεπτο αργότερα. Στρέφω τα μάτια μου προς τα βόρεια. Μερικές εκατοντάδες μέτρα χαμηλότερα, στην ομαλή πλαγιά ενός λοφίσκου, λάμπει στο απογευματινό φως το εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στις 17:05΄ ακριβώς, 1 ώρα και 10΄ από την αναχώρησή μας, βρίσκομαι μπροστά του.
Το εκκλησάκι είναι πανέμορφο, σε σχήμα σταυροειδές χωρίς τρούλο και με σημαντικά μεγαλύτερες διαστάσεις από τα περισσότερα που έχω δει ως τώρα. Η ευρυχωρία αυτή – εξαιτίας του σχήματος – είναι εμφανής και στο εσωτερικό, όπου εισερχόμαστε κατεβαίνοντας δύο ψηλά πέτρινα σκαλοπάτια. Υπολογίζω τις εσωτερικές διαστάσεις σε 6Χ7 μέτρα περίπου. Η κατασκευή είναι στιβαρή με χοντρούς πέτρινους τοίχους και απουσιάζουν εντελώς τα παράθυρα, εκτός από ένα μικρό άνοιγμα στην κόγχη του ιερού, σε κάποιο σημείο του οποίου είναι ενσωματωμένο τμήμα αρχαίου σκαλιστού μαρμάρου.
Το τέμπλο είναι ξύλινο και λιτό και φέρει δύο χειροποίητες εικόνες μεγάλων διαστάσεων: αριστερά την Παναγία τη Βρεφοκρατούσα με χρονολογία 1912 στην πίσω πλευρά της και δεξιά τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.
Οι τοίχοι είναι ασβεστοχρισμένοι. Μόνον δύο ίχνη τοιχογραφιών σώζονται, αριστερά και δεξιά στο θόλο του ιερού, είναι όμως πολύ φθαρμένες από το χρόνο.
Είμαστε και οι δύο εξαιρετικά ενθουσιασμένοι που βρισκόμαστε εδώ ταυτόχρονα όμως και πολύ ξεδιψασμένοι αφού, στη βιασύνη μας να ξεκινήσουμε, παραλείψαμε το σημαντικότερο εφόδιο, το νερό. Υπάρχει βέβαια μια στέρνα δίπλα στην πόρτα του ναΐσκου και στο εσωτερικό του ένας κουβάς με αρκετά μέτρα σχοινί. Με συγκρατημένη αισιοδοξία ανοίγουμε το σιδερένιο καπάκι, ρίχνουμε μια ματιά και, 5-6 μέτρα πιο κάτω, βλέπουμε τον πυθμένα καλυμμένο με νερό. Είναι όμως πόσιμο;
Σε μισό λεπτό ο κουβάς είναι μπροστά μας. Το νερό φαίνεται διαυγές. Δοκιμάζουμε λίγο και αμέσως μετά πίνουμε αχόρταγα. Είναι δροσερό και εύγευστο, ο άγιος μας ανταμείβει για την προσπάθειά μας.
Ευγνώμονες για τη Στέρνα που έχτισαν κάποτε οι παλιοί Αναφιώτες, ξεκουραζόμαστε για αρκετή ώρα στο διπλανό λοφίσκο, όπου ένας λιθοσωρός, ποιος ξέρει πόσα χρόνια τώρα, αντιστέκεται στους βόρειους και δυτικούς ανέμους.
Από το υψόμετρο των 400 μέτρων αγναντεύουμε στα Δ το μακρύ περίγραμμα της Σαντορίνης, γκρίζο και θολό στο απογευματινό φως του ήλιου. Χαμηλότερα στα ΝΔ εκτείνεται η περιοχή «Λάκκους», που μαζί με τη «Βαγιά» είναι τα πεδινότερα εδάφη της Ανάφης. Ο τόπος από ψηλά είναι θεαματικότατος, κατάσπαρτος με πολλές κατοικιές, αναβαθμίδες με πεζούλες, τμήματα εδάφους απόλυτα επίπεδα που μοιάζουν με μικρά γήπεδα και, όπως πάντα, συγκεντρώσεις ελαιόδεντρων.
Στη θέα αυτών των ελαιώνων, που είναι μεν μικρής έκτασης αλλά πάμπολλοι σ’ όλο το νησί, τείνω πια να πεισθώ, ότι ο αριθμός των 12-15.000 ελαιόδεντρων που έχω ακούσει από πολλούς ότι υπάρχουν στην Ανάφη, δεν είναι υπερβολικός.
Ξεδιψάμε για τελευταία φορά με το δροσερό νερό και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Ακολουθούμε μια πετρώδη γιδόστρατα στην κορυφογραμμή με κατεύθυνση ΝΑ, απόλυτα προσανατολισμένοι προς την κορυφή της Βίγλας. Ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στον Αη-Γιάννη και ύστερα στην εχθρική πλαγιά, που τόσο μας ταλαιπώρησε. Σχεδόν την έχουμε συγχωρήσει, όπως και τον αντιπαθητικό σκύλο του μπάρμπα-Νίκου. Σ’ ένα τέταρτο φτάνουμε σε ύψωμα με κολονάκι της Γ.Υ.Σ., σε υψόμετρο 400 μέτρων. Κατηφορίζουμε, τραβερσάρουμε μια δύσβατη πλαγιά με έντονη κλίση και ασταθή πετρώματα και τελικά σ’ ένα 40λεπτο, βρισκόμαστε στον αυχένα κάτω από τις ΒΔ πλαγιές της Βίγλας, 300μ. από το εκκλησάκι της Παναγίας απ’ όπου ξεκινήσαμε. Ένας κτηνοτρόφος με αυτοκίνητο, γνωστός του Δημήτρη, μας ρωτάει έκπληκτος από πού ερχόμαστε.
– Από τον Αη-Γιάννη τον Θεολόγο. Δυστυχώς δεν ξέραμε το μονοπάτι και ταλαιπωρηθήκαμε.
– Μα μήπως υπάρχει πια μονοπάτι; Εξαφανίστηκε από χρόνια στα αγκάθια. Ακόμα κι εγώ που το ξέρω, πολύ συχνά το χάνω.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τελικά αποδείχθηκαν πολύ λίγες οι 6 μέρες στην Ανάφη. Το νησί δεν είναι μικρό. Η έκτασή του πλησιάζει τα 40 τετ. χιλιόμετρα, το μέγιστο μήκος από Α προς Δ είναι 12, ενώ το μέγιστο πλάτος από Β προς Ν είναι 7 χιλιόμετρα περίπου.
Ο τόπος είναι ιδανικός για όσους επιθυμούν γαλήνιες και ποιοτικές διακοπές. Οι Αναφιώτες είναι ιδιαίτερα φιλόξενοι και ανθρώπινοι, οι παραλίες εκπληκτικές, το συνολικό τοπίο ποικιλόμορφο και θεαματικό, με αποκορύφωμα τον Κάλαμο. Το αυτοκίνητο είναι εξαιρετικά χρήσιμο, το νησί όμως είναι ιδιαίτερα ελκυστικό και για φυσιολάτρες και πεζοπόρους. Δυστυχώς, ενώ το οδικό δίκτυο είναι καλό, τα περισσότερα μονοπάτια δεν είναι σηματοδοτημένα ούτε καλά διανοιγμένα. Σημαντικό θα ήταν επίσης, αν υπήρχαν ομοιόμορφες πινακιδούλες με την ονομασία των εξωκκλησιών και των αντίστοιχων τοποθεσιών.
Οι γαστρονομικές επιλογές είναι πολλές, ποικίλες και ποιοτικότατες και περιλαμβάνουν παραδοσιακή Ελληνική κουζίνα με Αναφιώτικες ιδιαιτερότητες, θαυμάσιο ντόπιο κατσικάκι και γίδα μεγειρεμένα με διάφορους τρόπους και βέβαια φρεσκότατο και σε πολύ καλές τιμές ψάρι από τις θάλασσες της Ανάφης. Εκτός από τις ήδη αναφερθείσες ταβερνούλες της κυρά-Πόπης, της Μαργαρίτας και της Αλεξάνδρας – που το τελευταίο μεσημέρι μας πρόσφερε μια εξαιρετική αστακομακαρονάδα – υπάρχουν αρκετές ακόμα γευστικές προτάσεις πολύ αξιόλογες.
Είναι λοιπόν το ταβερνάκι «Αστραχάν», στο δρόμο προς την πλατεία, με θέα εκπληκτική και με τις σπεσιαλιτέ της κυρά-Αγαπίας (κατσικάκι φρικασέ, κεφτεδάκια, φάβα και θαυμάσια «αδίκια της θάλασσας» με ξύδι). Είναι η ταβέρνα το «Στέκι», στο κέντρο του οικισμού, με ευρύτατο ορίζοντα και ποικιλία μεζέδων, κρεατικών και μαγειρεμένων φαγητών. Δίπλα είναι και το καφέ «Αργώ», που λειτουργεί και ως μπαράκι και ψησταριά. Τέλος, μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω, βρίσκεται σε κορυφαίο σημείο θέας η ταβέρνα «Αρμενάκι» του Μάρκου, με εξαιρετικά προσεγμένο εσωτερικό και εξωτερικό χώρο, θαυμάσιες και ποικίλες γεύσεις και φιλικότατη εξυπηρέτηση.
Ζητούμε την κατανόηση των Αναφιωτών, αν κάτι δεν προλάβουμε ή παραλείψουμε να επισκεφτούμε.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πιστοί στην υπόσχεσή μας περνάμε το τελευταίο απόγευμα από τον μπάρμπα-Μαθιό και την κυρά-Καλλιόπη για να πάρουμε μέλι και δύο κεφάλια απ’ αυτό το περίφημο σκληρό τυρί, που τόσο εκτιμήσαμε. Ήδη όμως ο Αντώνης Κολυδάς, ο γραμματέας, μας έχει χαρίσει ένα τενεκεδάκι μέλι δικής του παραγωγής και το συνολικό βάρος στις αποσκευές μας αυξάνει επικύνδινα.
Καθώς πέφτει το δειλινό και η ζέστη ημερεύει, ο Πρόεδρος καίει το φουρνί του με αχινοπόδα και ξερόκλαδα ελιάς. Λίγη ώρα αργότερα, όταν καταλαγιάζει η φλόγα, δύο ταψιά καταλαμβάνουν τη θέση τους στο φούρνο. Το βράδυ όλη η οικογένεια του Προέδρου μας ανοίγει το σπιτικό της για το τελευταίο – απόλυτα παραδοσιακό – γεύμα στην Ανάφη, με τον ξυλόφουρνο να αποδεικνύει την υπεροχή του έναντι οποιουδήποτε άλλου τρόπου ψησίματος.
Το επόμενο πρωί ξυπνάμε από τα χαράματα, σύμφωνα με το δρομολόγιο, η ROMILDA έρχεται στις 6. Τελικά καταπλέει στις 7. Τελευταίος καφές στης κυρά-Πόπης, κόσμος πάει κι έρχεται, αναχωρήσεις των «παλιών», αφίξεις των νέων. Προβάλλει ο Christian ο Γερμανός, με το πόντσο και το αιώνιο καλάμι του. Κουλουριάζει το λεπτό κορμί του πάνω σε μια πέτρα του λιμενοβραχίονα και κοιτάει τον κόσμο που μπαινοβγαίνει στο καράβι. Γι’ αυτόν το καλοκαίρι στην Ανάφη δεν έχει τελειώσει ακόμη. Χαιρετιόμαστε.
– Θα σε ξαναδώ του χρόνου του λέω.
Περιορίζεται να χαμογελάσει.