ταν κάποτε μια εποχή που η ωραία και πλούσια Αμφισσα, τα Σάλωνα, όπως ονομάσθηκε η πόλη επί Τουρκοκρατίας, ήτανε γεμάτη ταβέρνες. Σ’ αυτές κατέληγαν κάθε βράδυ άπαντες οι άνδρες με το που τελείωναν τις δουλειές τους. Αυτοί που ήταν ντυμένοι ευρωπαϊκά κάθονταν στις καρέκλες, οι άλλοι σε σκαμνάκια και σε “τουράκια” (πάγκους), για να μην τσαλακώνονται οι φουστανέλες τους.
“Πού θα πας, θα σε μεταλάβω” έλεγε ο καταστηματάρχης στους πιστούς θαμώνες κι εκείνοι έπιαναν το υπονοούμενο. Όταν το κρασί ήτανε καλό, γεμίζανε τα σκαμνιά και οι καρέκλες. Οι μερακλήδες που ξέρανε κι εκτιμούσαν βαθύτατα το γλυκόπιοτο της Αϊθυμιάς, το μπρούσκο της Δεσφίνας, το κόκκινο της Βουνιχώρας και της Σεγδίτσας, κρασί που έφτανε με τις νταμιτζάνες και γέμιζε τα κρασοβάρελα των ταβερνείων και των οινοπωλείων, περνούσαν από τον πάγκο του ταβερνιάρη πίνανε ένα ποτηράκι κι έφευγαν, γιατί από πίσω έρχονταν άλλοι. Δικαίωμα για δεύτερο δεν είχαν. Τι μπορεί να θυμίζει αυτή η ιεροτελεστία; Τι άλλο από μετάληψη, εξ ου και η παροιμία.
Η καλή εκείνη εποχή πέρασε και οι περίφημες ταβέρνες του Πρασσά, του Αγγελάκη, του Τσάμη δεν υπάρχουν πια. Μία μόνο άντεξε στο χρόνο. Η Ταβέρνα του Φαρόπουλου.

)