Σε απόσταση ελάχιστων χιλιομέτρων βόρεια της Αλεξανδρούπολης, συναντάμε αριστερά του δρόμου τα κατάλοιπα οχυρώσεων και Πύργων. Είναι το Βυζαντινό Κάστρο του ¨Ποταμού», χρονολογημένο μεταξύ του 1300 και 1360, στην Υστεροβυζαντινή περίοδο, δηλαδή. Με τους ισχυρούς του πύργους έλεγχε τις διαβάσεις προς την ενδοχώρα της Θράκης. Το δεύτερο κάστρο, δυσπρόσιτο στην προσέγγισή του είναι χτισμένο πάνω σε απόκρημνο λόφο, που δεσπόζει στο «φαράγγι» μερικά χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού του Άβαντα. Είναι η γενέτειρα του αρχαιολόγου και ξεναγού μας Κώστα Σισμανίδη. Το οδοιπορικό μας ολοκληρώνεται στο αθέατο, σπηλαιώδες ασκηταριό των Αγίων Θεοδώρων. Εκτυφλωτικής ομορφιάς είναι οι κατακόκκινες Παιώνιες, που ανακαλύπτουμε στα δρυοδάση της περιοχής.
–Πότε θα προγραμματίσουμε μια επίσκεψη στον Άβαντα; με ρωτάει ο Κώστας Σισμανίδης.
Στο άκουσμα της λέξης «Άβαντας» η μνήμη μένει για μερικά δευτερόλεπτα νωθρή.
–Ξέχασες γρήγορα τη γενέτειρά μου, λέει ο φίλος αρχαιολόγος. Κι αμέσως μετά αναφέρει την Αλεξανδρούπολη και τους ερειπωμένους βυζαντινούς πύργους έξω απ’ αυτήν. Δεν χρειαζόμουν τίποτε παραπάνω. Το θολό τοπίο του παρελθόντος παίρνει να ξανοίγει. Και να μου αποκαλύπτει, μιά-μιά, εικόνες ενός τόπου απόμακρου, στον ακριτικό Έβρο. Με κάστρα και πύργους του Βυζαντίου. Με απόκρυφο σπηλαιώδες ξωκκλήσι και αγιογραφίες από τα βάθη των αιώνων. Με φυσικό περιβάλλον που μπορεί να συναρπάσει κάθε φυσιολάτρη. Και με ανθρώπους ανεπιτήδευτους και απλούς, που προσφέρουν τη φιλία τους χωρίς την προσδοκία ανταλλαγμάτων…
ΣΤΙΓΜΕΣ ΓΑΛΗΝΗΣ ΣΤΟΝ ΑΒΑΝΤΑ
Πρωί-πρωί μας ξυπνάνε τιτιβίσματα σπουργιτιών. Κρυμμένα όπως είναι στην πυκνόφυλλη δάφνη, είναι αδύνατον να τα δούμε. Από μακρυά ακούγονται αλυχτίσματα σκυλιών. Κότες κακαρίζουν στη διπλανή αυλή. Ήχοι συνηθισμένοι σ’ ελληνικό χωριό, μα τόσο λησμονημένοι πια στις μεγάλες πόλεις.
Βρισκόμαστε στον Άβαντα, στο φιλόξενο σπιτικό του Κώστα Σισμανίδη. Από υψόμετρο 130 μέτρων αγναντεύουμε 9 χιλιόμετρα νοτιώτερα την ωραία πρωτεύουσα του Έβρου, χτισμένη γεωμετρικά και νωχελικά στις ακτές του Θρακικού.
Είναι όμορφος τόπος η γενέτειρα του φίλου μας, ένας απλόχωρος οικισμός, χτισμένος με ελαφριά κλίση από τα βόρεια προς τα νότια. Ανάμεσα στα μονώροφα -κυρίως- σπίτια παρεμβάλλονται αυλές με λουλούδια και περιβόλια. Ολόγυρα εκτείνονται καλλιέργειες με αμπελάκια και σιτηρά, με περιποιημένους ελαιώνες. Οι κατάφυτοι λόφοι, χαμηλοί και ομαλοί, αφήνουν ελεύθερο τον ορίζοντα. Σ’ ένα μόνον σημείο, 500 περίπου μέτρα βόρεια του χωριού, εγκαταλείπει το τοπίο τον ήπιο χαρακτήρα του. Εκεί, στο μακρινό γεωλογικό παρελθόν της γης, σχίστηκε βίαια το έδαφος του τόπου. Οι λόφοι κόπηκαν κάθετα σχεδόν, δημιουργώντας φαράγγι με ιλιγγιώδεις ορθοπλαγιές. Στη στενή κοίτη του φαραγγιού βρήκε διέξοδο το καθάριο νερό ενός όμορφου ποταμού. Είναι η τοποθεσία, γνωστή ως «Κρύα Βρύση», στο χωριό.
Στην πλατεία του Άβαντα δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Χαράλαμπου, κτίσμα του 1860. Στο βάθος, πίσω απ’ το ψηλό καμπαναριό, προβάλλει σε νοητή ευθεία μια οξυγώνια κορυφή. Είναι ο απότομος λόφος, όπου σώζονται τα ερείπια του Κάστρου. Πού οφείλει όμως την προέλευσή της η ονομασία του χωριού; Την οφείλει στους Άβαντες, η αρχική καταγωγή των οποίων ήταν η Θράκη. Κατά τον Αριστοτέλη οι Άβαντες υπήρξαν οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Εύβοιας, που για τον λόγο αυτό είχε ονομαστεί Αβαντίς ή Αβαντιάς.
Στους νεώτερους χρόνους δεν είναι γνωστή με ακρίβεια η εποχή της πρώτης κατοίκησης του χωριού. Το βέβαιο είναι, ότι κατοικήθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας κυρίως από Βουλγάρους, με το Τουρκικό όνομα «Δερβένι». (1) Το 1914, με την απελευθέρωση της περιοχής απεχώρησαν οι Βούλγαροι. Η σημερινή πληθυσμιακή σύνθεση αποτελείται κατά τα 2/3 από Μικρασιάτες εκ Καππαδοκίας, που ήρθαν το 1923-24 και κατά το 1/3 από Σαρακατσάνους που εγκαταστάθηκαν μετά τον Β! Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχουν ακόμη λίγες οικογένειες Κωνσταντινουπολιτών και ελάχιστων Ποντίων.
Το καφεδάκι μας στο ξύλινο κιόσκι της αυλής τελειώνει. Ο ήλιος ξεμυτίζει πάνω από τους λόφους, τα χρώματα γλυκαίνουν, η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ανεβαίνει. Είναι ώρα να ξεκινήσουμε για τον πρώτο μας προορισμό: το Κάστρο του Ποταμού.
ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ
Από τον Άβαντα παίρνουμε τον επαρχιακό δρόμο με κατεύθυνση νότια, προς Αλεξανδρούπολη. Στα 3.5χλμ. συναντάμε δεξιά τον δευτερεύοντα δρόμο προς τον παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό του Ποταμού. Ήδη 200 μέτρα πιο πάνω, στα ψηλότερα σημεία ενός λοφίσκου, προβάλλουν οι πανύψηλοι ορθογώνιοι πύργοι του Φρουρίου του Ποταμού. Ανηφορίζουμε ελαφρά έναν στενό χωματόδρομο ανάμεσα σε ελιόδεντρα. Πολύ γρήγορα φτάνουμε σε χορταριασμένο ξέφωτο, που σχηματίζεται μέσα στην πυκνή βλάστηση της πλαγιάς. Βρισκόμαστε έξω ακριβώς από το νότιο τμήμα της οχύρωσης του Ποταμού.
Σύμφωνα με τους Κ. Τσουρή – Αθ. Μπρίκα (2) το φρούριο του Ποταμού, όπως και του Άβαντα που θα δούμε στη συνέχεια, ήλεγχε διαβάσεις προς την ενδοχώρα της Θράκης. Από εδώ περνούσαν φυσικές διαβάσεις προς την ορεινή Ροδόπη αλλά και από εδώ μπορούσε κανείς να συνεχίσει την πορεία του δια της Εγνατίας Οδού μέχρι την Κομοτηνή και την Μοσυνούπολη.
Παρατηρούμε τον λόφο πάνω στον οποίο είναι χτισμένες οι οχυρώσεις. Είναι μακρόστενος με στενότερες πλευρές την βόρεια και την νότια. Την πιο ήπια κλίση και την ευχερέστερη πρόσβαση προς την κορυφή παρέχει η νότια πλευρά. Εδώ η οχύρωση είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Η τοιχοδομία είναι ακανόνιστη, με ημιεπεξεργασμένες πέτρες μικρού, μεσαίου και μεγάλου μεγέθους από ασβεστόλιθο της περιοχής. Οι πέτρες είναι συνδεδεμένες με ασβεστοκονίαμα, χωρίς χρήση κεραμεικών στοιχείων. Στα χαμηλότερα τμήματα της τοιχοδομίας έχει γίνει ενσωμάτωση μεγάλων φυσικών βράχων, που έχουν μάλιστα λαξευτεί.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το ανατολικό τμήμα του εξωτερικού περιβόλου, αποκαλύφθηκε μόλις τα τελευταία χρόνια. Τούτο έγινε δυνατό μετά τον καθαρισμό της πυκνής βλάστησης από την Κοινότητα του Άβαντα, που έλαβε υπ’ όψη της τις υποδείξεις του Σισμανίδη. Σ’ αυτό το ανατολικό τμήμα λοιπόν, και σε απόσταση 15 περίπου μέτρων μεταξύ τους, σώζονται δυο μεγάλοι και καλά διατηρημένοι τετράγωνοι πύργοι.
Ωστόσο, και όσο προχωράμε προς τα βόρεια, η γραμμή της οχύρωσης έχει ολοκληρωτικά εξαφανιστεί μέσα σε αδιαπέραστη βλάστηση από πουρνάρια, αγκάθια, αγριλιές. Έχουμε ήδη φτάσει σ’ εκείνο το τμήμα της ανατολικής πλευράς, που είναι ιδιαίτερα επικλινές και δυσπροσπέλαστο.
Επιστρέφουμε στο ξέφωτο. Ένα φαρδύ μονοπάτι ανηφορίζει ελαφρά. Λίγο πιο πάνω νιώθουμε στ’ αριστερά μας το δέος του απόλυτου κενού. Βρισκόμαστε στο χείλος της δυτικής πλευράς. Ένα κατακόρυφο πρανές, με 20 σχεδόν μέτρα ύψος, χάσκει πάνω από τη ρεματιά του ποταμού. Πυκνή βλάστηση, πολλά νεαρά και γέρικα πλατάνια, πεντακάθαρο νερό. Αγναντεύουμε από ψηλά μια εικόνα πολύ ειδυλλιακή.
Ένα ισχυρό συρμάτινο πλέγμα μας προστατεύει απ’ τον γκρεμό. Έξω απ’ την περίφραξη, παραμένει εδώ και 8 περίπου αιώνες, ο ισχυρός τετράγωνος πύργος που ασφάλιζε την πύλη εισόδου του κάστρου από την αριστερή πλευρά. Στην αντίστοιχη δεξιά πλευρά, προς το εσωτερικό του λόφου, την προστασία αναλάμβανε ένας ισχυρότερος πύργος, με κάτοψη πολυγωνική, σε σχήμα δεκαεξάπλευρο σχεδόν. Το μεταξύ των δυο πύργων διάστημα δεν είχε πλάτος μεγαλύτερο από 6 μέτρα. Μετά τον εξωτερικό πύργο η υποτυπώδης οχύρωση συνεχίζει για κάποια μέτρα. Καταλήγει σ’ έναν μικρό, κυκλικό πρόβολο, με επιμελημένη κατασκευή, που θυμίζει σκοπιά. Αμέσως μετά παρεμβάλλεται ο κάθετος βράχος που εξασφαλίζει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο την προστασία του κάστρου.
Συνεχίζοντας στο φαρδύ μονοπάτι περνάμε πάνω από κάποιες παράξενες λακκούβες.
–Αυτά είναι «αρχαιοκαπηλικά σκάμματα», παρατηρεί ο αρχαιολόγος. Υπάρχουν νεοέλληνες, που σε τέτοια σκαψίματα έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους να πλουτίσουν.
Μερικές δεκάδες μέτρα μετά φτάνουμε σ’ έναν ογκώδη πύργο, βαρειά ερειπωμένο. Σύμφωνα με τους Τσουρή-Μπρίκα (3) είναι ο μεγαλύτερος από τους πύργους του εσωτερικού περιβόλου. Είναι ορθογώνιος και, λόγω του μεγέθους και της θέσεώς του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ακρόπυργος του φρουρίου.
–Αν δεν υποστηριχθεί με αναστηλωτικά έργα, απειλείται από κατάρρευση, σχολιάζει ο Σισμανίδης.
Χτισμένος με ντόπιους λίθους, συλλεγμένους κυρίως από τον λόφο και το ποτάμι, ο πύργος έχει επιμελημένες γωνίες με σποραδικούς λαξευτούς γωνιόλιθους, ασβεστοκονίαμα και μερικά ενδιάμεσα τουβλάκια. Στα ανώτερα τμήματα διακρίνονται και κάποιες πολεμίστρες. Βαδίζοντας προς το εσωτερικό τμήμα της τοιχοποιΐας έχουμε μια καλή άποψη από την σωζόμενη θολωτή, ημικυλινδρική οροφή του πύργου. Στο ύψος εκείνο διαφοροποιείται το δομικό υλικό. Από πέτρα γίνεται λαξευτός πωρόλιθος, εξαιτίας του ελαφρότερου ειδικού βάρους του πωρόλιθου. Διαπιστώνουμε επίσης, στο μέσον περίπου του εσωτερικού τοίχου, μια σειρά από ορθογώνιες οπές. Από τις περισσότερες εξέχουν κομμάτια κέδρου, που στήριζαν το ξύλινο πάτωμα μεταξύ του ισογείου και του ορόφου.
–Αυτό το είδος κεδροκυπάρισσου, τα «τσάμια» όπως τα λέμε στην περιοχή, είναι ξύλο εξαιρετικά ανθεκτικό, λέει ο Κώστας.
Αντίθετα με τα ανθεκτικά ξύλα κέδρου, ο σωζόμενος δυτικός τοίχος του πύργου έχει τόσο πολύ διαβρωθεί στην θεμελίωσή του -προφανώς από τυμβωρυχικές ενέργειες-, ώστε ο κίνδυνος κατάρρευσής του να διαγράφεται άμεσος. Ήδη στον περίγυρο έχουν καταπέσει μεγάλοι όγκοι γκρεμισμάτων.
Στρέφοντας προς τα ανατολικά συναντάμε μετά από 20 περίπου μέτρα τον επόμενο πύργο του κάστρου, που δεσπόζει στην ΝΑ γωνία του λόφου. Ο δεύτερος αυτός πύργος, έχει ορατές δυο οικοδομικές φάσεις: η πρώτη χρησιμοποιεί απλή λάσπη και πέτρες, ενώ στην δεύτερη οι τοίχοι είναι κτισμένοι με πέτρες διαφόρων μεγεθών και συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Με την είσοδό μας στο εσωτερικό διακρίνονται καθαρά οι υποδοχές των ξύλινων δοκαριών, οι πολεμίστρες και η αρχή της καμαρωτής ημικυλινδρικής οροφής.
Βαδίζοντας στην άκρη του λόφου προς τα Β-ΒΑ, συναντάμε τον τρίτο και τελευταίο πύργο του φρουρίου. Είναι κι αυτός ορθογώνιος, τετραώροφος και με αρκετά επιμελημένη κατασκευή. Το συνδετικό υλικό είναι ασβεστοκονίαμα και είναι χτισμένος με λίθους μικρού και μεσαίου -κυρίως- μεγέθους, ενώ δεν λείπουν και οι μεγάλοι. Λαξευτοί πωρόλιθοι έχουν χρησιμοποιηθεί στις γωνίες των τοίχων, των παραθύρων και της καμαρωτής οροφής. Σώζεται σχεδόν σ’ όλο του το ύψος, μαζί με κάποιες επάλξεις στην κορυφή. Διακρίνονται επίσης υπολείμματα κεραμοπλαστικού διακόσμου σε κάποια σημεία της τοιχοποιΐας του πύργου.
Οι πύργοι που χτίστηκαν σ’ αυτή την πλευρά του λόφου είχαν θέση στρατηγική. Ήλεγχαν αρχικά την οδική πρόσβαση από τα παράλια και τα πεδινά προς τα πρόβουνα στο ανατολικό άκρο της Ροδόπης. Στα βόρεια επίσης και σε ευθεία απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων, υπάρχει οπτική επαφή με το Κάστρο του Άβαντα, το επόμενο της περιοχής. Τέλος, απ’ όλους τους πύργους, υπάρχει ανεμπόδιστη θέα προς την ευρύτερη περιοχή της Αλεξανδρούπολης και το Θρακικό Πέλαγος μέχρι την Σαμοθράκη.
Μερικά μέτρα βόρεια του πύργου το πλέγμα της περίφραξης οριοθετεί τα τελευταία επίπεδα σημεία του λόφου. Ακριβώς από κάτω χάσκει ο κάθετος βράχος της βόρειας πλευράς. Από εδώ αγναντεύουμε χαμηλά τον παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό του Ποταμού και απέναντι τον οικισμό του Άβαντα και τις πυκνοδασωμένες λοφοπλαγιές. Περνάμε δίπλα από τυμβωρυχικά σκάμματα και πάλι. Το μεγαλύτερο είναι καλυμμένο με μεγάλες πλάκες ασβεστόλιθου.
–Αυτό δεν αποκλείεται ν’ αποτελούσε την είσοδο σήραγγας, το άλλο άκρο της οποίας βρισκόταν -σύμφωνα με πληροφορίες των ντόπιων- στην όχθη του ποταμού, λέει ο Κώστας Σισμανίδης. Έτσι μπορούσε να εξασφαλίζεται ύδρευση σε περίπτωση πολιορκίας και διαφυγή σε περίπτωση κινδύνου.
Σχετικά με την χρονολόγηση του φρουρίου θα έπρεπε να πούμε, ότι κατά τους Τσουρή-Μπρίκα, τοποθετείται στην περίοδο ανάμεσα στο 1300 και 1360, στην Υστεροβυζαντινή Περίοδο δηλαδή.
Κατηφορίζουμε από το κάστρο, παίρνουμε κατεύθυνση προς τον Άβαντα και στα 200 περίπου μέτρα στρίβουμε αριστερά προς τον Ποταμό. Ένα χιλιόμετρο μετά, συναντάμε το παλιό κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού. Γνώριμη εικόνα και τόσο αγαπητή. Με τις λαξευμένες γρανιτόπετρες, τους τοίχους σε χρωματισμούς ώχρας-σωμόν, την οξυγώνια σκεπή. Που παρά τις φθορές και την εγκατάλειψη, εξακολουθεί να διατηρεί σχεδόν αυτούσια τη γοητεία του παρελθόντος.
ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΩΔΕΣ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ
Περιδιαβαίνουμε το εγκαταλελειμμένο κτίριο και τις μισοερειπωμένες εγκαταστάσεις του Σταθμού του Ποταμού. Με τόση γύρω μας ερημιά πολύ δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε, ότι από εδώ διέρχεται η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή, που διασχίζει την ηπειρωτική Ελλάδα, από τον νότο της Αθήνας ως τον βορρά της Θεσ/νίκης και τις εσχατιές του Έβρου. Ένα ταξίδι πολύμορφο, 1.150 περίπου χιλιομέτρων, απόσταση τεράστια για τα Ελληνικά δεδομένα. Που μερικές δεκαετίες πριν, με τους παλιούς «μουτζούρηδες» και τις τόσες καθυστερήσεις, απαιτούσε σχεδόν μια μέρα, απ’ τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη. Στη θέα αυτού του έρημου σταθμού αναπολώ με νοσταλγία κάποιες από εκείνες, τις τόσο ιδιαίτερες εμπειρίες.
Παρατηρούμε στα δεξιά μας τις σιλουέττες κάποιων κυψελών. Δεν είναι οι γνωστές ξύλινες τετραγωνισμένες κατασκευές -που θυμίζουν σπίτια με τσιμεντένια πλάκα- αλλά οι χαριτωμένες κωνοειδείς κυψέλες, κατασκευασμένες από καλάμια και άλλα εύκαμπτα φυσικά υλικά.
Μετά το σταθμό συνεχίζει καλός χωματόδρομος με κατεύθυνση ΒΔ, προς τον οικισμό της Κίρκης. Μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά ο αδιάφορος πεδινός δρόμος αποκτάει μιαν απρόσμενη ομορφιά, ελίσσεται ανάμεσα σε δυο στράτες: μια ανθρώπινη, την σιδηροδρομική γραμμή και μια της φύσης, την υγρή διαδρομή του μικροπόταμου «Ειρήνη», γνωστότερου ως «Πόταμου» στην γύρω περιοχή. Εισχωρούμε στη ρεματιά. Θάμνοι, λουλούδια, πλατάνια νεαρά και κάποια αιωνόβια. Τα χειμωνιάτικα κλαδιά τους είναι ήδη πράσινα από τα μικρά, φρέσκα φυλλαράκια της άνοιξης. Παράξενη κοίτη, καλυμμένη με πλάκες συμπαγείς και τόσο επίπεδες, που μοιάζουν σαν να τοποθετήθηκαν με περίσσια επιμέλεια από χέρι ανθρώπων. Ήπια τα πρανή και ομαλά, δεν είναι προικισμένα με την απόκρημνη μεγαλοπρέπεια τόσων και τόσων φαραγγιών και ρεματιών. Αυτή, ωστόσο, η ωραιότητα της γης, η απουσία γεωλογικών υπερβολών, δημιουργούν ένα τοπίο ειδυλλιακό, απολύτως ειρηνικό.
Με τσιμεντένια περάσματα διασχίζουμε τουλάχιστον πεντέξι φορές τη στενή κοίτη με την γαλήνια ροή του ποταμού. Σε κάποιες άλλες, βέβαια, εποχές και ιδιαίτερα μετά από έντονες βροχοπτώσεις, πιθανότατα η διέλευση να μην είναι τόσο ευχερής. Κάποια στιγμή βγαίνουμε σ’ ένα ξέφωτο με πλούσιο χορτάρι και καλλιέργειες σιτηρών. Η ένδειξη στο οδόμετρο είναι 5.3χλμ. ακριβώς. (4) Εδώ κυριαρχούν μερικά αιωνόβια πλατάνια και απέναντι πελώριοι ασβεστολιθικοί βράχοι, συμπαγείς και κατακόρυφοι, που ορθώνονται πολλές δεκάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Πιο εντυπωσιακές όμως είναι οι κυκλικές, αρχοντικές πτήσεις τριών αετών, που έχουν ως ορμητήριό τους ιλιγγιώδεις βραχοσπηλιές, στα πιο απρόσιτα σημεία του γκρεμού.
Δίπλα από το ξέφωτο περνάει η σιδηροδρομική γραμμή. Πίσω της είναι το προσκυνητάρι των Αγίων Θεοδώρων. Παραδίπλα, απλώνουν την πελώρια ομπρέλλα των κλαδιών τους, δυο πλατάνια, ηλικίας πολλών αιώνων. Εδώ βρίσκουμε το ευδιάκριτο μονοπάτι, που θα μας οδηγήσει στον σπηλαιώδη ναΐσκο των Αγ. Θεοδώρων. Πουρνάρια, γάβροι, πυκνή βλάστηση, σκαλοπάτια ολισθηρά με υποβοήθηση κιγκλιδώματος. Πέντε λεπτά μετά φτάνουμε στο τέλος του φαραγγιού, με τους κατακόρυφους κοκκινόγκριζους ασβεστόλιθους. Σε ύψος αρκετών μέτρων από το έδαφος, μικρά και μεγάλα κοιλώματα σχηματίζουν σπηλιές. Εκεί σώζονται ακόμη τμήματα δοκαριών, αδιαμφισβήτητα ίχνη παλιών ασκηταριών.
Βρισκόμαστε ήδη στη βάση της τσιμεντένιας σκάλας, που ανηφορίζει απότομα προς τον σπηλαιώδη ναό. Φτάνουμε στο τέρμα σε λιγότερο από ένα λεπτό. Περνάμε κάτω από τον οριζοντιωμένο κορμό ενός γέρικου πουρναριού. Αμέσως μετά εισχωρούμε στον πρόναο των Αγ. Θεοδώρων. Μερικά σκαλοπάτια μας οδηγούν στον κυρίως ναό, στα έγκατα της σπηλιάς. Είναι μια μακρόστενη θολωτή αίθουσα, με μήκος 11 και μέγιστο πλάτος 5 μέτρων. Τα τοιχώματα και η οροφή αποτελούνται από συμπαγή ασβεστόλιθο, που στην δεξιά είσοδο του σπηλαίου δημιουργεί υποτυπώδη διάκοσμο από παραπετασματοειδείς σταλακτίτες. Από σημεία της οροφής κρέμονται υπολείμματα σταλακτιτών, που κατάφεραν να διασωθούν από την συλλεκτική μανία των νεοελλήνων «φυσιολατρών». Κάποιες σποραδικές σταγόνες εξακολουθούν να πέφτουν στο δάπεδο του σπηλαίου δημιουργώντας τις προϋποθέσεις γέννησης ενός πιθανού, μελλοντικού σταλαγμίτη.
Ο αδύναμος φυσικός φωτισμός δυσκολεύει αρχικά τα μάτια μας να διακρίνουν λεπτομέρειες παραστάσεων, που κοσμούν τα τοιχώματα του σπηλαίου. Εξαίρετες τοιχογραφίες υπάρχουν και στις λείες επιφάνειες του τέμπλου, που είναι χτισμένο με ανεπεξέργαστες πέτρες και ασβεστοκονίαμα. Χτιστή επίσης είναι και η κόγχη του Ιερού, όπου διακρίνεται ανεπαίσθητα η τοιχογραφία της Πλατυτέρας. Σύμφωνα με την Αρχαιολόγο Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου (5), «η ιστόρηση καλύπτει μέρος από τις επιφάνειες του διαδρόμου, της αίθουσας, ολόκληρο το τέμπλο και τις πλευρές του ιερού. Διακρίνονται δυο στρώματα τοιχογραφιών, 11ου και 13ου αιώνα, ενώ δεν αποκλείεται να υπήρχε και τρίτο στρώμα. Δεν ιστορήθηκε ποτέ ολόκληρο το ασκητήριο. Εικονογραφικό πρόγραμμα εντοπίζεται μόνον στο Ιερό και στο τέμπλο αλλά ό,τι σώζεται επιτρέπει να υποθέσουμε πως το ασκητήριο ήταν αρχικά αφιερωμένο στην Παναγία».
Στη συνέχεια η αρχαιολόγος, αφού περιγράφει με λεπτομέρειες όλες τις σωζόμενες παραστάσεις, καταλήγει: «Από τις παραστάσεις του ασκητηρίου ξεχωρίζουν για την υψηλή ποιότητά τους η μεγαλοπρεπής και μνημειακή παράσταση «Θεοτόκος Επίσκεψις» και η επίσης μνημειακή «Δέηση». Στον ζωγράφο που φιλοτέχνησε αυτές τις δυο παραστάσεις αναγνωρίζονται η απόλυτη κυριαρχία της υστεροκομνήνειας τέχνης και η γνώση των τάσεων των αρχών του 13ου αιώνος. Είναι βέβαιο, ότι γνωρίζει καλά την τέχνη της Κωνσταντινουπόλεως, αν δεν προέρχεται από αυτήν».
Εμείς, βέβαια, εκτός από τον αγιογραφικό διάκοσμο, εντοπίζουμε και γεωμετρική διακόσμηση με ρόμβους, κύκλους και γιρλάντες στο κάτω μέρος του τέμπλου, στις στενές πλευρές της εισόδου του Ιερού, καθώς και στις δυο κόγχες, δεξιά και αριστερά της εισόδου του Ιερού.
Ξαναβγαίνουμε στο φως, στην μεγαλόπρεπη χοάνη των βράχων του φαραγγιού. Στο γλυκό απόγευμα του Απρίλη κατευθυνόμαστε προς την Κίρκη. Μας υποδέχεται ο Σιδηροδρομικός της Σταθμός, με τα γνωστά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και την αίγλη του παλιού οικοδομήματος, που εξακολουθεί να λειτουργεί.
ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΑΒΑΝΤΑ
–Η εκπόρθηση του Κάστρου του Άβαντα δεν γίνεται με απλό περίπατο, όπως στο Κάστρο του Ποταμού, λέει ο Κώστας Σισμανίδης. Εδώ θα συναντήσουμε μεγαλύτερη «αντίσταση», δύσβατα εδάφη και ανηφόρα.
Από το βόρειο άκρο του χωριού κατευθυνόμαστε δυτικά. Διασχίζοντας το όμορφο ρέμα του Άβαντα συναντάμε τσαλαπετεινούς, κοτσύφια, μεγάλες βαλανιδιές. Ανηφορίζουμε αξιόπιστο χωματόδρομο που, μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά, καταλήγει σε ξέφωτο αρκετά επικλινές. Υψόμετρο 200 μέτρων και βλάστηση πυκνή. Αδύνατον να διακρίνουμε πύργους ή οχυρώσεις. Ξεκινάμε σε έδαφος ανηφορικό και κακοτράχαλο. Δεν υπάρχει σήμανση ούτε εμφανές μονοπάτι, απλά ένα πέρασμα ανάμεσα σε θάμνους πουρναριών, που παραμερίζουμε με τα χέρια. Σε λιγότερο από ένα 5λεπτο φτάνουμε στον νότιο περίβολο του κάστρου, που συνεχίζει και σ’ ένα τμήμα της ανατολικής πλευράς. Όπως στο Κάστρο του Ποταμού έτσι κι εδώ, η δυτική και βόρεια πλευρά είναι απόκρημνες και τελείως απροσπέλαστες, δεν χρειάζονται οχυρώσεις.
Σύμφωνα με τους Τσουρή-Μπρίκα (6), «το φρούριο διαμορφώνουν ένα τείχος, μήκους 140 μέτρων περίπου, παράλληλο προς τις υψομετρικές καμπύλες του λόφου και ένα δεύτερο, 40 μέτρων, σχεδόν κάθετο προς τις υψομετρικές καμπύλες και το μεγαλύτερο τμήμα. Ο οχυρωμένος χώρος εμφανίζει σε γενικές γραμμές το σχήμα πλάγιου παραλληλόγραμμου και είναι λίγο μικρότερος από 10 στρέμματα. Η οχύρωση αναπτύσσεται στην πλαγιά από την οποία είναι δυνατή η άνοδος στον λόφο, ενώ η υπόλοιπη περίμετρος δεν χρειάζεται προστασία».
Παρατηρούμε ότι το σωζόμενο τείχος, με μέσο πάχος 1.60μ. περίπου, αποτελείται από ημικατεργασμένους ασβεστόλιθους, παρμένους από την γύρω περιοχή. Περνάμε στον εσωτερικό περίβολο και συναντάμε αμέσως τον 1ο πύργο, που είναι ο ανατολικότερος του τείχους. Είναι τετράγωνος, με εξωτερικό ύψος τουλάχιστον 6 μέτρων και με βαρειά, καλοδιατηρημένη κατασκευή. Είναι χτισμένος αποκλειστικά από ημιεπεξεργασμένους ασβεστόλιθους με ενδιάμεσο ασβεστοκονίαμα. Ο πύργος ήταν διώροφος, με πολεμίστρες και ορθογώνιες οπές για την υποδοχή των δοκαριών, που στήριζαν το ξύλινο πάτωμα μεταξύ ορόφου και ισογείου.
–Το χαρακτηριστικό αυτού του πύργου, παρατηρεί ο Κώστας Σισμανίδης, είναι ότι σώζει στη στενή ανατολική του πλευρά ολόκληρη την πύλη με την αψίδα της, στην οποία χρησιμοποιείται ελαφρότερο οικοδομικό υλικό. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε, ότι το άνοιγμα της εισόδου έκλεινε με δίφυλλη θύρα.
Επιχειρούμε να κινηθούμε ανατολικότερα του πύργου. Για μερικές δεκάδες μέτρα είναι εφικτό, μετά όμως το έδαφος γίνεται εξαιρετικά δύσβατο και δεν έχει πλέον ανάγκη οχυρώσεων.
Επιστρέφουμε στον 1ο πύργο και συνεχίζουμε στο εσωτερικό του περιβόλου με κατεύθυνση δυτική. 40 περίπου μέτρα μετά φτάνουμε στην κεντρική πύλη του κάστρου. Η πύλη περιβάλλεται από δυο εντυπωσιακούς τετράγωνους πύργους, τον 2ο και τον 3ο. Εξωτερικά οι πύργοι σώζονται σε μεγάλο ύψος, που πλησιάζει τα 10 μέτρα. Η πρόσβαση στον πρώτο όροφο του 2ου πύργου, επιτυγχανόταν από το εσωτερικό του φρουρίου με ξύλινη αιρετή, δηλαδή μεταφερόμενη κλίμακα. Πάνω από την πύλη διατηρείται ο περίδρομος (7) σε όλο του το πλάτος. Ο περίδρομος οδηγεί επίσης στον 3ο πύργο. Σώζεται και το λιθόκτιστο κλιμακοστάσιο που επέτρεπε την άνοδο στον περίδρομο. Η πύλη προστατευόταν αποτελεσματικά από τους δυο ισχυρούς πύργους που την πλαισίωναν. Το πλάτος της υπολογίζεται στα 2.50-2.80 μέτρα και το κατώφλι της βρισκόταν ψηλότερα απ’ το έδαφος.
Οι Τσουρής-Μπρίκας μας δίνουν μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την τοιχοποιΐα του κάστρου: «Η τοιχοποιΐα είναι με λίθους μικρούς, μεσαίους, μεγάλους και ογκώδεις, με συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Όλοι είναι συλλεκτοί, με ακανόνιστα περιγράμματα και χοντροδουλεμένοι. Οι περισσότεροι προέρχονται από τον ίδιο τον λόφο. Υπάρχουν λιγοστοί ποταμίσιοι λίθοι και μερικοί ηφαιστειογενείς με χρώμα κίτρινο ή σκούρο καφέ. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούνται με κάποια διακοσμητική διάθεση. Ποσοτικά κυριαρχούν οι μεσαίοι και οι μεγάλοι λίθοι. Οι ογκώδεις είναι οι λιγότεροι αλλά ακριβώς λόγω του μεγέθους τους προκαλούν εντύπωση. Οι στρώσεις δεν είναι κανονικές ούτε ισοϋψείς. Λίθινα βύσματα χρησιμοποιούνται σε όλους τους αρμούς. Η τοιχοδομία αυτή είναι λίγο-πολύ κοινή για όλη την οχύρωση του Άβαντα».
Μετά τον 3ο πύργο αρχίζουμε την επιχείρηση «κατάκτησης» του λόφου. Και λέμε «κατάκτηση» -με κάποια βέβαια δόση υπερβολής-, γιατί δεν είναι ένας απλός περίπατος αλλά μια πορεία σε έδαφος κακοτράχαλο και δυσπρόσιτο. Που είναι κατάσπαρτο με αγκαθωτούς θάμνους αλλά και λιθοσωρούς από τις γκρεμισμένες οχυρώσεις. Η ανηφορική μας πορεία κατευθύνεται προς τα βόρεια, στην εσωτερική πλευρά και παράλληλα προς το δυτικό τείχος. Το τείχος αυτό, όπως έχουμε και νωρίτερα αναφέρει, είναι σχεδόν κάθετο προς το νότιο, και -οπωσδήποτε- πολύ μικρότερο και συμπληρωματικό του νότιου. Άλλωστε η δυτική πλευρά του λόφου είναι στο μεγαλύτερο τμήμα της απόκρημνη και απρόσιτη.
Σε απόσταση λοιπόν 20 μέτρων από τον γνωστό μας πύργο 3 συναντάμε το κατώτερο τμήμα του τελευταίου πύργου, του πύργου 4, που είναι τετράπλευρος και παράγωνος. Πιο πάνω η οχύρωση σχηματίζει γωνία με λίθους ημιλαξευμένους μεγάλων διαστάσεων, που παραπέμπουν σε άγνωστες προχριστιανικές εποχές. Η κατασκευή είναι κυκλώπεια, χωρίς ίχνος συνδετικού κονιάματος.
Συνεχίζοντας μερικά μέτρα πιο πάνω, φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο του ΒΔ άκρου του λόφου, σε υψόμετρο 290 μέτρων. Μετά την τραχειά, δύσβατη πλαγιά, βρισκόμαστε αναπάντεχα σ’ ένα μικρό, σχεδόν επίπεδο πλάτωμα, με μεγάλους ασβεστολιθικούς βράχους και πλούσιο χορτάρι. Αθέατη μέντα ευωδιάζει στα βήματά μας, κίτρινα μικρολούλουδα εξέχουν σαν μπουκέτα απ’ τις ρωγμές των ασβεστόλιθων. Επιχειρούμε δυο διστακτικά βήματα ως το βόρειο χείλος του γκρεμού. Μια ματιά αποκαλύπτει το απόλυτο χάος του κατακόρυφου βράχου, μια ορθοπλαγιά τουλάχιστον 120 μέτρων, ως την κοίτη του ποταμού. Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βορειότερα, ο ορίζοντας καταλήγει στην πυκνοδασωμένη οροσειρά της Ροδόπης. Ο κύριος, άλλωστε, ρόλος του οχυρωμένου τούτου υψώματος ήταν να ελέγχει το φυσικό πέρασμα από τα παράλια και τα πεδινά προς το εσωτερικό της Θράκης.
Στον λόφο, ωστόσο, υπάρχει άλλο ένα ψηλότερο σημείο. Ακροπατώντας ανάμεσα σε βράχους και πουρνάρια, φτάνουμε σε λιγότερο από 5 λεπτά σε υψόμετρο 300 μέτρων, στην ανατολικότερη κορυφή. Από εδώ το βλέμμα αγκαλιάζει ανεμπόδιστα τον ευρύτατο κάμπο, την πόλη της Αλεξανδρούπολης, το Θρακικό Πέλαγος ως την Σαμοθράκη. Κάτω χαμηλά προβάλλει η θεαματική κάτοψη του Άβαντα. Στο τέρμα του υψίπεδου διακρίνουμε ένα γερμένο κοντάρι. Στο πάνω τμήμα του ανεμίζουν, στις πνοές του Σορόκου, μερικές πάνινες λωρίδες. Είναι ό,τι έχει απομείνει από μια γαλανόλευκη, που κάποτε κυμάτιζε περήφανα εδώ.
Καθώς ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας, αντικρύζουμε μια εικόνα απίστευτη σχεδόν. Είναι μια ομάδα πέντε ατόμων. Που δεν είναι όμως οι έμπειροι πεζοπόροι, όπως θα περίμενε κανείς σε τούτο τον αγριότοπο. Αλλά μια οικογένεια, που αποτελείται από τους νεαρούς γονείς και τρία μικρά παιδιά. Το μικρότερο είναι κοριτσάκι μόλις 3 ετών! Είχαμε επισημάνει εδώ και ώρα στα πόδια του λόφου τα μέλη της οικογένειας. Ποτέ, ωστόσο, δεν φανταζόμασταν, ότι θα συνομιλούσαμε μαζί τους εδώ πάνω, στην κακοτράχαλη κορυφή.
–Πώς αναλάβατε αυτό το τολμηρό, αν όχι παράτολμο εγχείρημα; ρωτάω τον άντρα.
–Εντελώς συμπτωματικά, μου απαντάει. Ήρθαμε από την Αλεξανδρούπολη μια εκδρομή στο ποταμάκι και σας είδαμε ν’ ανηφορίζετε στον λόφο. Είπαμε να σας ακολουθήσουμε, λοιπόν, και, σιγά-σιγά, φτάσαμε κι εμείς στην κορυφή. Ήταν, βέβαια, δύσκολα αλλά, χάρη σε σας, απολαύσαμε όλο αυτό το υπερθέαμα και γνωρίσαμε το Κάστρο του Άβαντα, που ελάχιστοι συμπατριώτες μας στην Αλεξανδρούπολη γνωρίζουν.
Με το μικρό στους ώμους ο πατέρας, επιλέγει προσεκτικά τα βήματά του ανάμεσα στις κακοτοπιές. Το δεύτερο παιδάκι, το πεντάχρονο, κρατάει το χέρι της μαμάς του. Το τρίτο, 8 ετών αυτό, κατηφορίζει χωρίς βοήθειες. Λίγο πιο κάτω, στους ομαλούς πρόποδες του λόφου, τους αποχαιρετάμε. Και αναρωτιόμαστε γιατί να μην υπάρχουν πολύ περισσότεροι τέτοιοι Έλληνες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Η ονομασία οφείλεται στο στενό φαράγγι που σχηματίζεται στα βόρεια του χωριού, κάτω από τον λόφο με το κάστρο. Αυτή η τοποθεσία με το ποτάμι και τα πλατάνια λέγεται σήμερα «Κρύα Βρύση».
(2) «Βυζαντινές οχυρώσεις στον «Έβρο», ανάτυπο από τα «Βυζαντινά 26», Θεσσαλονίκη 2006.
(3) «Βυζαντινές οχυρώσεις στον Έβρο» οπ.π.
(4) Είναι η απόσταση από την ασφάλτινη αρτηρία Αλεξανδρούπολης-Άβαντα, στο σημείο που παίρνουμε τη στροφή προς τον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Ποταμού.
(5) «Το σπήλαιο των Αγίων Θεοδώρων».
(6) «Βυζαντινές οχυρώσεις στον Έβρο, Άβαντας».
(7) Περίδρομος είναι ο εσωτερικός διάδρομος πάνω στις επάλξεις του τείχους, όπου εκινούντο οι στρατιώτες για την φύλαξη του κάστρου.