Οι αρχιτέκτονες ξεκίνησαν με ζήλο να φτιάχνουν το προσχέδιο της πόλης πάνω στο έδαφος της Ρακώτιδος, του φτωχικού ψαρο-χωρίου με τις πανάρχαιες καταβολές. Γρήγορα όμως η κιμωλία τους τελείωσε και χρησιμο-ποίησαν σπυριά από σιτάρι. Το έργο τελείωσε και ήρθε η ώρα της επιθεώρησης από τον τρανό βασιλιά. Κι ενώ ο Αλέξανδρος θαύμαζε το υπέροχο πολεοδομικό σχέδιο χιλιάδες αρπακτικά πουλιά σηκώθηκαν σαν σύννεφο από τη λίμνη Μαρεώτιδα και τον ποταμό Νείλο κι όρμησαν πεινασμένα πάνω στους κόκκους του σιταριού. Δεν άφησαν ούτε ένα. Ο Αλέ-ξανδρος ανησύχησε, αλλά οι ιερείς που ήξε-ραν να διαβάζουν της μοίρας τα γραμμένα τον καθησύχασαν. Ο οιωνός ήταν καλός. Υπερβο-λικά καλός μάλιστα. Η πόλη που θα έχτιζε θα ήταν η πιο πλούσια του κόσμου και οι άνθρω-ποι θα συνέρρεαν από παντού, για να βρουν εδώ πλούτο και ευτυχία.

)