Στα Χανιά δεν υπάρχουν μόνον η Παλιά Πόλη, το Λιμάνι με το Κάστρο και η γραφική Σκεπαστή Αγορά. Μερικά χιλιόμετρα ΒΑ της πόλης, στην Χερσόνησο του “Ακρωτηρίου” ο περιηγητής και πεζοπόρος θα συναντήσουν δύο επιβλητικά Μεσαιωνικά Μοναστήρια.
Αν όμως θέλουν ν’ ανακαλύψουν προορισμούς συναρπαστικούς, άγνωστους στο ευρύ κοινό, θα συνεχίσουν το λίθινο μονοπάτι με τα 500 πέτρινα σκαλοπάτια. Που περνάει, αρχικά από τον εντυπωσιακό σπηλαιώδη ναΐσκο και στην συνέχεια καταλήγει στην ερειπωμένη Μεσαιωνική Μονή του Αγίου Ιωάννη του Ερημίτη. Εκεί σώζεται μια γιγάντια πέτρινη γέφυρα και σπηλαιώδη ασκηταριά. Για τους έμπειρους πεζοπόρους υπάρχει το Φαράγγι του Καθολικού, που καταλήγει με κακοτράχαλο μονοπάτι σε μια ακτή άγριας μεγαλοπρέπειας και τελείως ερημική.
Η αθέατη ταυτότητα της Χανιώτικης ομορφιάς
Στη μνήμη του Πάτρικ Λη Φέρμορ
Τις μέρες που θα διαβάζονται οι γραμμές αυτές θα συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την εκδημία του μεγάλου άγγλου ταξιδιωτικού συγγραφέα της ανθρωπότητας, του ελληνολάτρη και πεζοπόρου των κρητικών εσχατιών, του Μιχάλη ή Πάτρικ Λη Φέρμορ…
Το κείμενο, που περιγράφει μια αναπάντεχη διαδρομή στη βόρεια γωνιά του Ακρωτηρίου, χαράματα, ύστερα από την άφιξη στο νησί, γράφτηκε το Σεπτέμβρη του 1999. Διατηρεί τα στοιχεία και το ύφος της διαδρομής, όπως αυτά είχαν τότε.
Η διαδρομή επαναλήφθηκε ύστερα από δεκάξι χρόνια, μια ζεστή μέρα του Απρίλη, με όλο το team του περιοδικού. Ας επιστρέψουμε όμως στο 1999.
Νά ‘ναι χάραμα Σεπτέμβρη, να ταξιδεύεις για την Κρήτη κι ο νους σου να παγιδεύεται στα βήματα του πεντοζάλη, σε αβάδιστα φαράγγια, πάνω σε αετοφωλιές, πίσω από κέδρους και βαθιά μες στο ποτήρι της ρακής, αυτό κι αν εξιτάρει την αδημονία της απόβασης…
Βαδίζοντας στην Κρήτη γνωρίζεις τα πιο αντιφατικά και συνάμα πιο ωραία τοπία της ψυχής σου. Την ομορφιά ενός ασύγκριτου “κόσμου”, από το σκληρό πετραδερό τοπίο ως την αμέριστη τρυφεράδα της θάλασσας, το μοναδικό λεξιλόγιο, που “ποικίλει από φαράγγι σε φαράγγι”, την παραξενιά των ανθρώπινων χαρακτήρων, την ιδιότυπη λεβεντιά κι από τις σπηλιές και τους κόρφους, ως τα ριζίτικα και τη λύρα, με ενδιάμεσους σταθμούς τα γλυκά ριζοβούνια και τις μεταλλικές κορφοσειρές, τα πρίσματα των σκιών και το φωτερό σκοτάδι, τους πρίνους, τα βοτάνια και τ’ αρώματα, τα μητάτα, τις ρακές και τις βεντέτες, κι όλα αυτά ανάμιχτα μ’ ένα χαρισματικό πάθος για ζωή, για ποίηση, για ορμητικό, άνετο και κατρακυλιστό λόγο, για αθιβολές κι ηρωισμούς που δεν συναντιούνται πουθενά αλλού στον κόσμο.
Η Κρήτη, συμπαθάτε με, είναι ο πιο ερωτικός τόπος σε όλη την υφήλιο, ο πιο ποιητικός από τους νοσταλγικούς πόλους της Μεσογείου, ο πιο εκρηχτικός από τους παράδεισους της ανθρώπινης δράσης, ο πιο δραστήριος πλανήτης της ψυχής.
Όλα εκεί είναι παράφορα, ποιητικά και ακραία, μοιάζουνε ταυτόχρονα με δυναμίτες και θωπευτικές ματιές, το ελάττωμα γίνεται ευδόκιμο συμβάν και το προσόν μανία. Ο δεκαπεντασύλλαβος εκεί καλλιεργείται σαν το χώμα και δε μένει άψυχο κουφάρι ποιητικής διάστασης και φόρμας. (Διαβάστε την υπέροχη Οδύσσεια που μετέγραψε σε δεκαπεντασύλλαβο ένας Κρητικός αγρότης, ο Γιώργης Ψυχουντάκης). Οι μελωδίες δίνουν και παίρνουν κι η μαντινάδα, αυτό το οιστρήλατο πείραγμα των στίχων, ξυπνάει απ’ τα χαράματα και δε λέει να νυχτώσει μήτε την επόμενη χαραυγή. Άλλωστε η μαντινάδα είναι ένα πρωτότυπο και μοναδικό στιχουργικό πόνημα στον κόσμο, που φτιάχνεται στο πι και φι, ενσαρκώνοντας όλη την γκάμα των διαλεκτικών επινοήσεων, από τη σάτιρα ως τον ερωτικό οίστρο.
Μα και το τοπίο της Κρήτης είναι γεμάτο χρώματα, πνοές, ρυθμούς και διαστάσεις ποιητικές. Η Κρήτη έχει δύο πρόσωπα. Το ένα για τους πολλούς και το άλλο για τους λίγους. Οι πολλοί ξέρουνε την Κρήτη έχοντας περιηγηθεί τις σύγχρονες πόλεις που είναι ανάμικτες από το έντονο τουριστικό και το παλιό μεσαιωνικό στοιχείο.
Όμως κάποιοι άλλοι – και μεταξύ τους πολλοί ευρωπαίοι – δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στην αυθεντική ανακάλυψη του μοναδικού του παρθένου σώματος της Κρήτης. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο κατά Κρήτην “Μιχάλης” ή “Φιλεντέμ”, που έζησε και περπάτησε το νησί όπως κανένας άλλος…
Ανάμεσα σε αυτά τα “απομέσα” μυστικά και απρόσιτα θαύματα της Κρήτης, θα δοκιμάσουμε να απομονώσουμε ένα πραγματικό στολίδι της κρητικής γης – μια γωνιά που έχει κάτι το ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Η γωνιά αυτή βρίσκεται βόρεια, στις παρυφές του Ακρωτηρίου, στα βράχια και τις ακτογραμμές του ονείρου. Αναμφίβολα εξυφαίνει τη γνήσια κρητική ομορφιά και συνιστά την απομέσα όψη μιας ταυτότητας που δεν φαίνεται το πρόσωπό της…
Kάθοδος στο Ακρωτήρι
Δεν έχει καν ξημερώσει, μόλις έχουμε αποβιβαστεί στη Σούδα και πριν ξεμυτίσουν οι αγωγιάτες για το πρωινό τους δρομολόγιο. Φτάνουμε στα Καθιανά και τραβάμε βόρεια για τα δύο μοναστήρια που κρύβονται στις παρυφές της χερσονήσου. Όλοι οι οδηγοί, όταν μιλούν για τ’ Ακρωτήρι, δεν αφιερώνουν και πολλές γραμμές. Άλλωστε δεν έχει και τίποτα να σού δώσει. Αντίθετα, θα σε εξοργίσει το πεδίο βολής, η αμερικάνικη βάση, η ασχήμια των εξοχικών, οι κεραίες, η άχρωμη πεδιάδα ενός τόπου εξοβελισμένου από την κρητική ταυτότητα.
Προσεγγίζουμε ύστερα από 17 χλμ τη Μονή της Αγίας Τριάδας ή Μονής Ζαγγαρόλων ή Τζαγγαρόλων, που βρίσκεται στη μέση μιας εύφορης κοιλάδας. Το Μοναστήρι ακόμη δεν έχει ανοίξει τις πύλες του. Πάμε παρακάτω, βορειότερα δηλαδή, όπου τοποθετείται η άλλη γνωστή – άγνωστη μονή του Γκουβερνέτου. Περνάμε το μικρό Ποροφάραγγο, οδηγώντας σε στενό τσιμεντένιο οδόστρωμα, καθώς και το ύψωμα Χάλαρης και ξαφνικά ο δρόμος τελειώνει. Εκεί, στην άκρη της αετοφωλιάς, λίγο πάνω απ’ τους γκρεμούς φωλιάζει το μοναστήρι του Γκουβερνέτου. Γύρω – γύρω βράχια, σκούρα, συντονισμένα με το χρώμα των ξεθωριασμένων τοίχων της παλιάς Μονής. Η πόρτα είναι ανοιχτή, αλλά δεν συναντούμε κανένα. Περιπλανιόμαστε βιαστικά, γιατί πρέπει να επιστρέψουμε στα Χανιά. Αμ, δε!
Έξω από το μοναστήρι υπάρχει ένα πινακιδάκι ορειβατικό που σχεδιάζει μια διαδρομή προς τον γκρεμό. Γράφει προς Σπήλαιο του Αϊ-Γιάννη. Μονή και Φαράγγι Καθολικού. Κοιταζόμαστε. Το δίλημμα ξυπνάει τις ορειβατικές μας συνειδήσεις, που έτσι κι αλλιώς βρίσκονται σε υπερδιέγερση και λέμε “αφού και στα Χανιά, αν πάμε, δεν πρόκειται να κοιμηθούμε, δεν κατεβαίνουμε στο φαράγγι;”
Kαι “άμ’ έπος, άμ έργον” χωνόμαστε στο ωραίο μονοπάτι. Όλα αλλάζουν ξαφνικά. Λες και βγήκαμε από μιαν αλλόκοτη κι επίπεδη κόλαση και άρχισε εμπρός μας να ξεχωρίζει το “πουργατόριο” (το καθαρτήριο) , πριν ασφαλώς διεισδύσουμε σε αυτόν τον αναπάντεχο και μοναδικό παράδεισο που λέγεται κρητικό Ακρωτήρι.
Τι συνιστά αυτό τον παράδεισο και τι ακολουθεί την αδιάφορη αλάνα της ασχήμιας που περιβάλλει τον πυλώνα της Σούδας;
Ο ήλιος πάει να αναχαράξει το φωτερό του στίγμα βαθιά μέσα στο πέλαγος, την ώρα που ο μεγάλος ζωγράφος στρεσάρει τις πρώτες πινελιές του με τα πρωινά ρεύματα της ενάλιας τέχνης του. Η γη, στιβαρή και στέρεα, “αρσενική”, όπως θα την έλεγε κι ο Καζαντζάκης, κατηφορίζει μαυριδερή ωσότου συναντήσει το πρώτο κύμα. Ακολουθούμε την εξαιρετική και πρωτότυπη κάθοδο, από ένα περίτεχνο μονοπάτι, κρητικής στόφας, που γρήγορα, πολύ γρήγορα, θα μας φέρει έξω από ένα σπάνιας ομορφιάς και μυστηρίου σπήλαιο που στα χείλη του είναι αλυσοδεμένος ο κέρβερος του Άδη…
Κοιταζόμαστε απορημένοι κι επιχειρούμε να καλμάρουμε τον κέρβερο – συγνώμη, αυτόν τον σκύλαρο – που κάποιος τον έδεσε στην εμπασιά της σπηλιάς. Εκείνος αλυχτάει αγριεμένος ξεσκίζοντας τη ραστώνη του γαληνού πρωινού. Ωστόσο καταφέρνουμε και εισχωρούμε στη σπηλιά, δίχως εισιτήριο και οβολό και παρά τα ουρλιαχτά του κέρβερου. Ω! Στη μέση της σπηλιάς είναι υψωμένη …μια αρκούδα, ίδια αρκούδα, ετούτος ο σταλαγμίτης, χοντρός και πλατυκέφαλος. Είμαστε μπροστά στο σπήλαιο της Παναγιάς Αρκούδας, που πήρε το όνομά του από το βράχο – σταλαγμίτη, που μοιάζει με αρκούδα.
Βαδίζουμε ολόγυρα από την … αρκούδα και εξερευνούμε τη σπηλιά ως το μη παρέκει της. Είναι σπουδαία και πανέμορφη και αφού αποτελειώσουμε, παίρνουμε τον κατήφορο, ευθεία στο φαράγγι, που διαγράφεται υπέροχα στην κατεβασιά. Άλλο ένα τέταρτο της ώρας περπάτημα και φτάνουμε στο βάθος της ρεματιάς, μιας ρεματιάς με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς στον μεν πυθμένα του χαραδρώματος υπάρχει ένα προαύλειο γεφύρι, στη δε αριστερή μεριά της πλευρικής ορθοπλαγιάς ξεχωρίζουν ασκηταριά, ερημητήρια κι ένα μικρό καθολικό μοναστηριού, κολλημένο στα τοιχώματα των κάθετων ασβεστόλιθων, πολύ παλιού μοναστηριού και προφανώς εγκαταλελειμμένου.
Άφωνοι κατηφορίζουμε ως τη γέφυρα που έχει πλάτος δεκαπέντε μέτρα, μήκος δεκατρία, είναι ολοπέτρινη κι αποτελούσε κάποτε το …αίθριο της παλιάς Μονής του Αγίου Ιωάννου του Ερημίτη. Βρίσκεται δε σε ύψος είκοσι μέτρων πάνω από την κοίτη της χαράδρας. Οι ψευδοπυλώνες του καθολικού είναι μεσαιωνικοί, ελληνίζουν σχετικά, με κολωνίτσες, επιστέψεις και περιελίγματα, δίνοντάς μας την εντύπωση μιας ερημικής, και άγνωστης ταυτότητας και χρονολογίας Μονής. Όμως δεν είναι εντελώς άγνωστη ετούτη η πρωτότυπη Μονή. Αποτελεί μέρος των ερειπίων μιας ανθούσας Μονής που μισοκαταστράφηκε από τους Τούρκους, διακόσια χρόνια πριν. Η γέφυρα – αίθριο είναι επιβλητική κι εντυπωσιακότατη, άλλη παρόμοιου τύπου δεν έχουν δει τα μάτια μας κι ούτε μπορούμε να τη συγκρίνουμε με κάποια του πανθέου των ελληνικών γεφυριών.
Διασκορπισμένες στα κάθετα κι απάτητα πρανή της απέναντι ορθοπλαγιάς, ίσα που ξεχωρίζουν, μερικές τρύπες σπηλαίων, γιατάκια και προμαχώνες της ανέσπερης ευλάβειας του βίου τους, οι κοιτώνες των ασκούμενων ερημιτών της μοναχικής ζωής. Ανεξήγητοι παραμένουν, για μας τους μεταγενέστερους, οι δρόμοι της επικοινωνίας των ερημιτών εκείνων με αυτές τις διαλεχτές κι απρόσιτες γωνιές του υπερπέραν της ανθρώπινης ψυχής…
Αφήνουμε τη “διασπασμένη” Μονή στην ησυχία που την περιβάλλει και συνεχίζουμε τον κατήφορο, καθώς τώρα μπαίνουμε σε αμιγές φαράγγι που δυσχεραίνει την ομαλή μας κατάβαση. H πορεία γίνεται δύσκολη, ομορφαίνει ακόμη περισσότερο και κινείται πάνω σε ένα βραχώδες κι επικίνδυνο πέρασμα.
Η όλη κατεβασιά από το γεφύρι της Μονής Καθολικού διαρκεί μισή ώρα πάνω κάτω και φτάνει σε μια απροσδόκητη σούδα της θάλασσας που εισχωρεί με δίπλες γύρω από λευκόβραχα, τα οποία και διπλαρώνει κάνοντάς τα στιλπνά και πεντάμορφα.
Σκαρφαλώνουμε στην αριστερή βραχοπλαγιά, η οποία μας οδηγεί ύστερα από λίγα μέτρα στα ερείπια μιας θολωτής γεφύρωσης από πώρινες τετράγωνες πλάκες που η επίστεψή της συγκρατείται ίσα ίσα. Στο κοίλωμα της γεφύρωσης αυτής διακρίνεται μια βαθουλωτή και επιμήκης λωρίδα, σκαμμένη σε παραλληλόγραμμη εσοχή, η οποία ασφαλώς κάποτε θα έπαιζε το ρόλο του νεώσοικου.
Η εκκωφαντική γαλήνη του τοπίου, η αρχιτεκτονική δομή των βράχων, καθώς και η εξαιρετική γραφικότητα του λιλιπούτειου και αθέατου αυτού κολπίσκου συμπληρώνουν, σχεδόν δραματικά, τη λιτότητα των στοιχείων που απαρτίζουν το αμιγές ελληνικό “τοπίο”, έτσι όπως το διαμόρφωσαν οι αιώνες της κλασικής ομορφιάς…
Ανηφορίζουμε έπειτα από τον ίδιο δρόμο, ένα δρόμο κακοτράχαλο και πετρώδη, γεμάτο παγίδες και σαρίδια αλλά και σφήνες από κοιλώματα και διατομές, που χαρακτηρίζουν τους βαθιούς κι ανήλιαγους πόρους των κρητικών φαραγγιών.
Όλη η διαδρομή, οι εναλλαγές του μονοπατιού, τα απομονωμένα μοναστήρια, οι ιδιορρυθμίες των σπηλαίων και των βράχινων τοιχωμάτων, τα υπολείμματα των ασκηταριών και των ερημητηρίων, αλλά και όλος ο σκηνικός διάκοσμος του φαραγγιού κι οι ξεχωριστές ομορφιές της απότομης και δισπρόσιτης αυτής γωνιάς της Κρήτης, καθιστούν τον απώτατο αυτό πόλο του Ακρωτηρίου, ένα από τα θελκτικότερα επιχειρήματα του κρητικού ψηφιδωτού.
Υστερόγραφο πρώτο:
Επιστροφή στη μονή Ζαγγαρόλων. Η πύλη έχει ανοίξει, οι καλόγεροι βγαίνουν να ψωνίσουν, βιαστικοί και μακάριοι, εμείς περνάμε το κατώφλι της για μια μυρωδιά αλλοτινών καιρών. Συναντάμε τον ηγούμενο, έναν πολύ προοδευτικό καλόγερο, με λόγο μετρημένο και φωτεινό, αλλά συνάμα και βαρυφορτωμένο από τις ενοχές των ανθρώπων, που μας καλεί, πρωί – πρωί, για μια …ρακή κι ένα παξιμάδι. Η μία ρακή γίνονται δυο, δε θυμάμαι οι δυο τι έγιναν, αν πολλαπλασιάστηκαν, όπως οι άρτοι που έγιναν εφτά, έτσι όπως κατέβαινε το πανάγιο ρακάκι, μαζί με κείνο το αλησμόνητο γλυκό παξιμάδι, μας έστειλε πάντως στους εφτά ουρανούς, μ’ ένα κεφάλι κούρβουλο κι ευτυχισμένο, ζώντας την παράξενη εμμονή και “πίστη” μερικών ανθρώπων, την ώρα που η Κρήτη δεν έχει ακόμα καλοξυπνήσει…
Υστερόγραφο δεύτερο:
Ξεκίνησα να γράφω για τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Και το μυαλό μου πήγε στην Κρήτη. Όχι γιατί ο μεγάλος αυτός ιδαλγός της Ελλάδας και πολίτης του κόσμου αγάπησε την Κρήτη, αλλά γιατί αφομοιώθηκε απ’ αυτή κι εκείνη τον υιοθέτησε, όπως κανέναν άλλο. Αλλά οι μεγάλες αγάπες δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Παρότι λάτρεψε την Κρήτη, την εγκατέλειψε για χάρη της Νορμανδίας, αρχικά, κι έπειτα της Καραϊβικής και τελικά για χάρη μιας άλλης νεράιδας του Ταϋγέτου, της Καρδαμύλης. Μα η καρδιά του που βροντούσε εκκωφαντικά, μεσ’ από κάθε διπλανή αρτηρία, ζωγράφιζε τους νοσταλγικούς χτύπους των αεροδυναμικών τοπίων της και κυκλοφορούσε μέσα της το αίμα που δεν έγινε νερό.
Ξεκίνησα λοιπόν, να μιλήσω γι αυτόν τον δικό μας “Μιχάλη”, κάνοντας ένα μνημόσυνο στη μεγάλη λατρεία που είχε για την Κρήτη….
Έτσι κι εγώ βάλθηκα να τον μνημονεύω βαδίζοντας στο Κρητικό αχνάρι του πελάγου “του”, σε μια από τις πιο άγριες μεριές του βορεινού ανάγλυφου, κάτω από το φως μιας απρόβλεπτης και ριψοκίνδυνης πορείας, όπως αυτή που έκαμε ο αξέχαστος Πάντι, ο συνέλληνας Πάτρικ Μάϊκλ Λη Φέρμορ…
Πραγματοποιώντας έπειτα από δεκάξι χρόνια – τον Απρίλη του 2015- την ίδια διαδρομή, πέρα από την πληθώρα των ξένων περιηγητών, είχα, βαδίζοντας με την Άννα, δυο απροσδόκητες συναντήσεις, στον πάτο του φαραγγιού.
Η πρώτη από αυτές έγινε στο κέρας του νεώσοικου, όπου βρεθήκαμε μπροστά σε μια θιασώτιδα του κρητικού τοπίου και φανατική ανιχνεύτριά του. Ήταν μια δασκάλα από την Αμαλιάδα που διορίστηκε εδώ και δεν ξαναγύρισε ποτέ στη μητροπολιτική Ελλάδα και η οποία κατηφορίζει το μονοπάτι αυτό σχεδόν κάθε μέρα παίρνοντας το θεϊκό λουτρό της στα νάματα της κρητικής θάλασσας.
Εκεί λοιπόν θα συναντήσετε μια νεράιδα του αρμυρού νερού να κατεβαίνει χειμώνα καλοκαίρι το φαράγγι και να βουτάει στα βαθιά, σα να ‘ναι η γοργόνα του μύθου. Αν τη δείτε μην τρομάξετε, θαν’ η δασκάλα, η γοργόνα απ’ τα Xανιά.
Η δεύτερη συνάντηση που είχαμε, έγινε βαθιά μες στο φαράγγι και ήταν απροσδόκητη κι αυτή, όσο και εμφαντική. Ήταν ένας ηλικιωμένος Κρητικός που ανηφόριζε το μονοπάτι ζαλικωμένος ένα κατάλευκο φορτίο, σα φουσκωμένο ασκί που έμοιαζε με γκάιντα. Δεν ήταν φυσικά ο αρχαίος “άσκαυλος” εκείνο που κουβαλούσε, καθώς νόμισα, αλλά μια λινάτσα τιγκαρισμένη στα “σταμναγκάθια” που μόλις είχε περισυλλέξει. Ήταν ο Γιώργης Αδαμάκης, ένας συνταξιούχος απ’ το Χορδάκι που κοντοστάθηκε, μας τήραξε κι άρχισε τα πειράγματα και τις σοφίες:
“Bλέπεις εκείνο το σταυρό τον ξύλινο, έ ήταν ένας κακορίζικος που τσούριξε απ’ το βράχο, μαζεύοντας δίκταμο και μαλλοτήρα. ”
Και δίχως δεύτερη κουβέντα μας εκάλεσε το βράδι στο σπότι του στήνοντας μια πρόχειρη στιχοπλοκή σε μορφή ψευδομαντινάδας:
“Ελα να πσιούμε μια ρατσή στο σπίτι στο Χορδάτσι, θάχω πεταλιδόσουπα σαλάτα σταμναγκάθι, τσε άμα λάχει δηλαδή ρίχνουμε τσ’ ένα κρητικό να σβήσουμε τα πάθη”…
Κι αν ύστερα απ’ όλα αυτά δεν πήγαμε στο Χορδάκι, ένα χωριό στο δυτικό Ακρωτήρι, για να φάμε πεταλιδόσουπα και σταμναγκάθι και να πιούμε μια ρακή με τον Γιώργη τον Αδαμάκη, δε φταίει ετούτος ο φιλόξενος Κρητικός, αλλά εμείς που τον σνομπάραμε ψάχνοντας κάτι, τάχαμου, καλύτερο…