Στις κακοτράχαλες ράχες της Γκαμήλας, στους αβυσσαλέους βραχώδεις γκρεμούς, βρίσκεται το βασίλειο του Αγριόγιδου της Τύμφης. Εκεί ο Χαρητάκης Παπαϊωάννου, με την ομάδα και τον εξοπλισμό του παρακολουθεί, καταγράφει και φωτογραφίζει τα Αγριόγιδα, τους πιο δεινούς και παράτολμους αναρριχητές των απόκρημνων ελληνικών βουνών. Παράλληλα μας μεταφέρει με το άρθρο του σπουδαίες πληροφορίες, για την βιολογία και τις συνθήκες του σπάνιου και πανέμορφου αυτού θηλαστικού, τα σημεία εξάπλωσής του στην Ελλάδα αλλά και τους κινδύνους που το απειλούν.
«Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Χαρητάκη Παπαϊωάννου «Φύση Ελληνική και Άγρια»
Νύχτα ανεβήκαμε στα Μεγάλα Λιθάρια. Βοηθούσε λίγο το φεγγάρι, όπου βέβαια του επέτρεπαν οι σκιές των μεγάλων βράχων της Γκούρας. Την απότομη κόψη την περάσαμε σχετικά εύκολα. Άλλωστε τη νύχτα δεν βλέπεις τι βρίσκεται από κάτω σου. Εκεί, στο μοναδικό επίπεδο μέρος λίγο πιο κάτω από την κορυφή, στα 2.442μ, στήσαμε τη σκηνή. Ένα οξύ σφύριγμα και οι πέτρες που κύλησαν στην άλλη πλευρά του βουνού, στην κάθετη, έδωσαν το μήνυμα ότι τα ζώα βρίσκονταν εκεί.
Πριν ακόμα σκάσουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, ανοίξαμε τη σκηνή και ξεκινήσαμε για την κορφή. Ο αέρας δαιμονισμένος, εμείς όμως σταθερά εκεί, προσηλωμένοι στο σκοπό. Συρθήκαμε στην κορφή και από εκεί στο χείλος της βορεινής πλευράς. Από κάτω σκοτάδι. Απέναντι άρχισε να σχηματίζεται η φιγούρα του Σμόλικα, του δεύτερου σε ύψος βουνού της Ελλάδας με τα 2.637 μέτρα του και δίπλα, έτσι αν άπλωνες το χέρι σου θα έφτανες, το περίεργο σχήμα του βράχου της Τσούκα Ρόσσας. Μαζευτήκαμε σε ένα απάγκιο κάτω από ένα βράχο και περιμέναμε. Τηλεσκόπια, κυάλια, φωτογραφικές μηχανές, τηλεφακοί, βιντεοκάμερες, GPS και όλος ο βαρύς εξοπλισμός σε ετοιμότητα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και, σα να ήρθε πετώντας, εμφανίστηκε μπροστά μας, μόλις στα 40 μέτρα ένα μεγαλόσωμο αρσενικό. Σχεδόν ολότελα μαύρο, με γερό κορμί, ολόρθο κεφάλι με στητά χοντρά κέρατα, λεία από την συχνή τους χρήση για την οριοθέτηση των συνόρων του. Δεν είχε στο νου του να βρει τροφή, ούτε μια φορά δεν έσκυψε για μια μπουκιά χορτάρι από το έδαφος, ούτε τον ένοιαζε να ανιχνεύσει τον τόπο για τυχόν επικίνδυνους εισβολείς… λύκους τετράποδους και δίποδους… Πέρασε από κάτω μας, στα είκοσι μόλις μέτρα και έφυγε αριστερά.
Το πρωινό φως, είναι το καλύτερο. Τη μέρα εκείνη υπήρχε μια απίστευτη διαύγεια στην ατμόσφαιρα. Βοήθησαν σ’ αυτό βέβαια και οι έντονες βροχές που προηγήθηκαν στα τέλη του Σεμπτέμβρη. Χωρίς δισταγμό κινηθήκαμε προς την κατεύθυνση του ζώου. Προχωρήσαμε 50 μέτρα ως την κόψη, και άλλα 100 και ξανά και ξανά… τίποτα όμως. Πού να είχε πάει άραγε ο μεγάλος αρσενικός; Φαινόταν πάντως πως δεν ήταν όποιος κι όποιος…. Το παρουσιαστικό του και η άνεση με την οποία κινούνταν μαρτυρούσε πως ήταν ο κυρίαρχος τούτων των βράχων.
Λίγο λίγο, θα μας πήρε σχεδόν μια ώρα η περιπλάνηση στα ατέλειωτα βράχια ανάμεσα στα Μεγάλα Λιθάρια και τον Καρτερό. Ώσπου τελικά ήρθαμε σχεδόν φάτσα με φάτσα με δύο νεαρά ζώα, χρονιάρικα και κάτι στην ηλικία. Αστραπιαία γυρίσαμε πίσω, κάναμε τον κύκλο του μεγάλου βράχου και στήσαμε το τηλεσκόπιο και όλο τον εξοπλισμό με κατεύθυνση προς το διπλανό λιβάδι, το μόνο μέρος σε τούτον τον απέραντο τόπο που κρατούσε μια αξιοπρεπή ποσότητα χορταριού.
Ξάφνου ακούστηκαν πέτρες να πέφτουν και απέναντί μας ξεπρόβαλε αργά αργά, περπατώντας επιβλητικά ο μεγάλος αρσενικός. Κοίταξε τριγύρω μάλλον αδιάφορα και ανέβηκε ολόρθος στο μεγάλο βράχο εφαρμόζοντας την τακτική: «Κοιτάξτε με, εδώ είμαι!!! Αν τολμάτε πλησιάστε….». Φυσικά με τέτοιο παρουσιαστικό και εκτόπισμα κανένα άλλο αρσενικό -τουλάχιστον γι αυτή την περίοδο- δε θα ήταν διατεθειμένο να τα βάλει μαζί του…
Δυο τοιχόδρομες πέρασαν από μπροστά μας παίζοντας ευτυχισμένες στα βράχια, κάπου στο βάθος ένα μεγάλο κοπάδι καλιακούδες έφερνε βόλτα πάνω από την κορφή, κι ένας χρυσαετός φάνηκε στον ορίζοντα για λίγο. Ύστερα ηρεμία… Και να, ξεπρόβαλε πίσω από τα βράχια ένα συμπαθέστατο προσωπάκι, κατάλευκο κεφάλι, καθαρές σκούρες λουρίδες στο πλάι, καλοσχηματισμένα κέρατα, όρθια αυτιά και δυο μεγάλα μάτια. Μας κοίταζε επίμονα, «Μην κινηθείς, ψιθύρισα, την κίνηση εντοπίζει ευκολότερα… και όχι το σχήμα μας…». Περάσαμε το τέστ και το ζώο βγήκε άνετο στο λιβάδι. Ήταν η αρχηγός του κοπαδιού των θηλυκών. Σε λίγο ξεπρόβαλε κι άλλο θηλυκό, 2 μικρά που χοροπήδαγαν χαρούμενα, μια μάνα ακόμα με το μικρό της, δυο νεαρά της προηγούμενης χρονιάς, ένα θηλυκό χωρίς μικρό και τέλος 3 μάνες με τα μικρά να τις ακολουθούν με ακρίβεια σε κάθε βηματισμό τους. Το κοπάδι απλώθηκε στο λιβαδοτόπι, περνώντας στιγμές ευτυχίας στον μικρό καταπράσινο θύλακα αλπικού λιβαδιού. Οι μάνες κοιτούσαν να τραφούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν σηκώνοντας κάθε τόσο το κεφάλι (3 μπουκιές- 1 ανόρθωση κεφαλής) και ρίχνοντας βιαστικά διερευνητικές ματιές στις γύρω πλαγιές, κυρίως προς τα κάτω, από εκεί δηλαδή που υπήρχε πιθανότητα να εμφανιστεί κάποιος απρόσμενος επισκέπτης.
Τα μικρά είχαν κάνει συμμορία και κυνηγούσε το ένα το άλλο γύρω από ένα μεγάλο βράχο, έπειτα ανέβηκαν στην κορυφή του και άραξαν. Κάπου κάπου ένα από αυτά σηκωνόταν και έριχνε από μια κουτουλιά στα άλλα πετώντας τα κάτω από τον βράχο. Ύστερα μαζεύονταν πάλι όλα στην κορφή του βράχου, αγαπημένα…
Η αρχηγός όμως είχε μια επιμονή μ’ εμάς. Δεν είχε πειστεί…Κάθε τόσο αντί να κοιτάζει αλλού όπως έκαναν τα υπόλοιπα, κάρφωνε το βλέμμα της πάνω μας. Εμείς ακίνητοι…. Ώσπου κάτι έγινε, ο αέρας φύσηξε και σήκωσε μια σκόνη από το χορτάρι και ο διπλανός μου δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει το φτάρνισμά του.
Και τότε συνέβη το εξής… Η αρχηγός γύρισε το πρόσωπο και το σώμα της προς εμάς, κάρφωσε μόνιμα το βλέμμα της πάνω μας και στο δεύτερο φτάρνισμα σφύριξε διαπεραστικά. Όλα τα ζώα πάγωσαν και σήκωσαν τα κεφάλια τους, προσπαθώντας να αντιληφθούν τι συμβαίνει. Ένα δεύτερο σφύριγμα και όλα τα ζώα- ακόμα και τα πιτσιρίκια- κάρφωσαν το βλέμμα τους πάνω μας. «Την πατήσαμε» πρόλαβα μόνο να ψιθυρίσω και αμέσως όλα τα ζώα μπήκαν στη σειρά με πρώτη ασφαλώς την αρχηγό και από εκεί που μόνο αυτή ήξερε, ξεκίνησαν τρέχοντας να φύγουν για την κορφή και στη συνέχεια στο γκρεμό.
Δεν είχαν υπολογίσει σωστά όμως… Ο αρσενικός, που τόση ώρα όλοι μας τον είχαμε σχεδόν ολότελα ξεχάσει, πετάχτηκε αλαφιασμένος και με γρήγορες δρασκελιές αλλά με στυλ αυτοκρατορικό μπήκε μπροστά από την αρχηγό και της έκοψε το δρόμο. «Πού πάτε κυρία μου;;» φαίνεται να της είπε… Εκείνη προσπάθησε να βρει εναλλακτική διέξοδο ξανά και ξανά αλλά πάντα ο κύριος αυτοκράτορας της έκλεινε το δρόμο. «Τι ;;» είπε «….εδώ είδα κι έπαθα να σας κατακτήσω, θα μου φύγετε τώρα;;;». Πότε με το άγριο, με τον όγκο του, με τα ισχυρά του κέρατα και με σφυρίγματα και πότε με διάφορα τερτίπια, ελαφρά βελάσματα και εκπληκτικές πόζες, τελικά κατάφερε να ηρεμήσει το κοπάδι και να το συγκρατήσει στην περιοχή του. Εμείς βέβαια… από ντροπή… ξαπλώσαμε κάτω και γίναμε ένα με τη γη, ούτε ο Θεός δεν θα μπορούσε να μας δει… Μείναμε όσο μας έπαιρνε ακόμα η μέρα. Το κοπάδι πέρασε ήρεμες και χαλαρές «οικογενειακές» στιγμές και το σούρουπο η αρχηγός, συνοδεία του «σεϊχη» κίνησε για την κορφή και τους γκρεμούς της βορινής πλευράς για να περάσουν τη νύχτα με ασφάλεια. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί το βράδυ…τότε που οι θηρευτές έχουν καλύτερη όραση από τη λεία τους. Εμείς τσακιστήκαμε προσπαθώντας για 2 ώρες να βγούμε από αυτόν τον άθλιο και ατέλειωτο βραχότοπο κι ύστερα ακολουθήσαμε το «κανονικό» μονοπάτι γι άλλες δυο ώρες, ώσπου τελικά φτάσαμε στο καταφύγιο της Αστράκας περασμένα μεσάνυχτα. Τρόμαξε ο φύλακας σαν μας είδε…
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΑΓΡΙΟΓΙΔΟ
Το Αγριόγιδο ανήκει στα οπληφόρα αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά θηλαστικά. Ταξινομικά ανήκει στο γένος Rupicapra της υπο-οικογένειας των Caprinae και πιο συγκεκριμένα στην ομάδα των Rupicaprini. Συγγενικά του είδη βρίσκονται στη Νοτιοανατολική Ασία (οροσειρά Ιμαλαΐων και γύρω περιοχή), Ινδονησία, Ιαπωνικές νήσους και Βόρειο Αμερική.
Στην Ευρώπη και στη Μικρά Ασία σήμερα ζουν δύο είδη αγριόγιδου. Το Αγριόγιδο των Πυρηναίων (Rupicapra pyrenaica) που χωρίζεται σε τρία υποείδη και το Αγριόγιδο των Άλπειων (Rupicapra rupicapra), που διακρίνεται σε επτά υποείδη. Ένα από τα επτά υποείδη του αγριόγιδου των Άλπεων είναι και το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica), το οποίο απαντάται και στη χώρα μας.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του αγριόγιδου είναι τα όρθια, με κυρτές προς τα πίσω απολήξεις, κέρατα που φέρουν στο κεφάλι τους τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά ζώα. Το χρώμα του σώματός του τους καλοκαιρινούς μήνες είναι καφέ ανοιχτό έως μπεζ, ενώ τους χειμερινούς μήνες γίνεται σκούρο καφέ, σχεδόν μαύρο. Στο λευκό κεφάλι φέρει δύο σκούρες πλευρικές λουρίδες, οι οποίες εκτείνονται από τη βάση των κεράτων έως τα ρουθούνια. Το βάρος ενός ενήλικου ζώου κυμαίνεται από 25 έως 45, το πολύ, κιλά. Βαρύτερα ασφαλώς είναι τα αρσενικά.
Τρέφεται κυρίως με πόες που βρίσκει στο έδαφος. Συμπληρώνει τη δίαιτά του, ιδιαίτερα το χειμώνα που η διαθεσιμότητα της τροφής είναι περιορισμένη και με φύλλα, βελόνες κωνοφόρων, κλαδάκια δέντρων, ιξό, μπουμπούκια, ακόμα και λειχήνες.
Ζευγαρώνει τους φθινοπωρινούς μήνες (Οκτώβριο-Νοέμβριο) και γεννά συνήθως ένα μικρό, έπειτα από 170 περίπου ημέρες κυοφορίας, δηλαδή το Μάιο. Τα νεαρά θηλυκά παραμένουν με το κοπάδι της μητέρας τους, ενδεχομένως για ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής τους. Χαρακτηρίζονται από υπέρμετρη φιλοπατρία. Είναι πάρα πολύ προσκολλημένα με τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, ώστε πολύ σπάνια απομακρύνονται από κεί.
Τα αρσενικά από την άλλη μεριά αφήνουν το μητρικό κοπάδι συνήθως πριν συμπληρώσουν το δεύτερο χρόνο της ζωής τους και περιπλανώνται έως ότου βρουν μια δικιά τους περιοχή (επικράτεια), γεγονός που μπορεί να συμβεί στην ηλικία ακόμα και των επτά έως οκτώ ετών. Τα ενήλικα αρσενικά ζουν μόνα τους αν και σε ορισμένες περιπτώσεις τα νεαρά αρσενικά σχηματίζουν μικρές ομάδες των 2-4 ζώων. Την περίοδο όμως του ζευγαρώματος, δηλαδή το φθινόπωρο, όλα τα αρσενικά αναλαμβάνουν -ή προσπαθούν να αναλάβουν- το ρόλο του «αρχηγού» σε ένα κοπάδι θηλυκών της ευρύτερης περιοχής τους.
Τα θηλυκά με τα μικρά σχηματίζουν κοπάδια, τα οποία στην Ελλάδα συνήθως αποτελούνται από πέντε έως είκοσι άτομα, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις ενδέχεται να ξεπεράσουν αυτόν τον αριθμό -εφόσον βέβαια υπάρχουν πολλά αγριόγιδα σε ένα βουνό, πράγμα μάλλον σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα.
Ο ΒΙΟΤΟΠΟΣ
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη του αγριόγιδου είναι ο γκρεμός. Ο ιδανικός βιότοπός του περιλαμβάνει απότομες πλαγιές, συχνά σκεπασμένες με δάση στα χαμηλά και μεσαία υψόμετρα, οι οποίες καταλήγουν προς τα πάνω σε απόκρημνες γυμνές κορφές με σάρες, λούκια, χιονούρες και αρκετά, σχεδόν οριζόντια, διαζώματα (κοινώς ζωνάρια). Εκεί, συνήθως, υπάρχει αρκετή ποώδης βλάστηση, δροσιά το καλοκαίρι και σίγουρη προστασία από τους θηρευτές. Ακόμα, στα μεγάλα υψόμετρα των βουνών, σχηματίζονται εκτεταμένα υποαλπικά λιβάδια, στα οποία τα αγριόγιδα περνούν αρκετές ώρες της ημέρας βόσκοντας στην άφθονη ποώδη βλάστηση.
Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο τα αγριόγιδα απαντώνται στις υψηλότερες υψομετρικές ζώνες του βιότοπού τους, ενώ το χειμώνα στις μεσαίες και χαμηλότερες. Το καλοκαίρι πάλι προτιμούν τα πιο σκιερά και δροσερά μέρη, ενώ το χειμώνα τα πιο θερμά, εκεί όπου το χιόνι λειώνει όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Ο ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΣΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Ο οικολογικός ρόλος του αγριόγιδου στα οικοσυστήματα των μεγάλων βουνών της Ελλάδας είναι θεμελιώδης. Στις περιπτώσεις εκείνες που βρίσκεται σε μεγάλους αριθμούς -πράγμα αναμενόμενο για έναν καταναλωτή πρώτης τάξης- μπορεί να στηρίξει τροφικά ανώτερους θηρευτές, όπως είναι ο λύκος ή ο λύγκας, συνεισφέροντας με αυτόν τον έμμεσο τρόπο ακόμα και στη μείωση των ζημιών στο ζωικό κεφάλαιο που υφίστανται τα κοπάδια των κτηνοτρόφων από τα άγρια ζώα. Ένας επιπλέον δυνάμενος φυσικός θηρευτής του αγριόγιδου είναι ο χρυσαετός, ο οποίος μπορεί να συλλάβει τα μικρά αγριόγιδα κατά τους δυο πρώτους μήνες της ζωής τους.
Σε ορισμένα εκτεταμένα ορεινά συγκροτήματα της Ευρώπης όπου υπάρχουν μεγάλοι πληθυσμοί αγριόγιδων, αρκετά ζώα πεθαίνουν εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αυτά χρησιμεύουν ως τροφή των όρνεων, των γυπαετών και των χρυσαετών, οι οποίοι στη χώρα μας κινδυνεύουν να εξαφανιστούν είτε από την έλλειψη τροφής είτε από την κατανάλωση δηλητηριασμένων δολωμάτων που συχνά πυκνά τοποθετούνται παράνομα για την καταπολέμηση άγριων σαρκοφάγων ζώων.
Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ
Ο συνολικός αριθμός αγριόγιδων στην Ελλάδα δεν ξεπερνά τα 700 ζώα. Υπάρχουν 20 περίπου μικροί πληθυσμοί στα πιο απόκρημνα και δύσβατα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας: Στον Όλυμπο, στη Ροδόπη (Παρθένο δάσος Φρακτού και όχι μόνο), στη Βόρεια Πίνδο (Γράμμος, Σμόλικας, Τύμφη, Τραπεζίτσα και σε μερικά ακόμη), στην Κεντρική Πίνδο, στα βουνά της Ρούμελης (Γκιώνα, Βαρδούσια, Οίτη) και σε ορισμένα βουνά ακόμα, τα οποία βρίσκονται κατά μήκος της συνοριακής γραμμής της Ελλάδας με τα γειτονικά κράτη των Βαλκανίων (Νεμέρτσικα, Τζένα- Πίνοβο).
Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΛΑΘΡΟΘΗΡΙΑΣ
Αν και το κυνήγι του αγριόγιδου στη χώρα μας απαγορεύεται εδώ και πολλά χρόνια (ΝΔ 86/69 περί Δασ. Κωδ. Αρθ. 258,παρ.1Δ), η προστασία του παραμένει μόνο στα χαρτιά. Στο βιότοπο του αγριόγιδου τις τελευταίες δεκαετίες δε γίνεται καμία συστηματική περιπολία από κατάλληλα εκπαιδευμένους και εξοπλισμένος κρατικούς θηροφύλακες, με αποτέλεσμα η λαθροθηρία του είδους να γίνεται σε ανησυχητικό βαθμό. Τελευταία μάλιστα οι πιο fan του σπορ λαθροθήρες έχουν εξοπλιστεί με πολεμικά όπλα προερχόμενα από την Αλβανία. Ορισμένοι λαθροκυνηγοί θεωρούν πως δικαιούνται να κυνηγούν δυο- τρεις φορές το χρόνο από «παράδοση», ενώ κάποιοι λαθροκυνηγούν συστηματικά και «με επαγγελματικό τρόπο». Λέγεται μάλιστα πως πωλούν το κρέας των παράνομα σκοτωμένων ζώων σε συγκεκριμένα εστιατόρια όπου συχνάζουν καλοφαγάδες πρόθυμοι να πληρώσουν όσο όσο για ένα γεύμα με «εξωτική» προέλευση.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ
Το Δασαρχείο και γενικά η Δασική Υπηρεσία είναι η κατεξοχήν υπεύθυνη υπηρεσία για την επίλυση του μεγάλου προβλήματος της λαθροθηρίας. Δυστυχώς όμως εκ των πραγμάτων φαίνεται πως αδυνατεί πλήρως να αντεπεξέλθει σ’ αυτό το καθήκον της και το χειρότερο όλων είναι ότι δεν φαίνεται φως στο τούνελ. Το ότι θα έπρεπε η Δασική Υπηρεσία να επανδρωθεί κατάλληλα, να εξοπλιστεί ανάλογα και να δοθούν από το κράτος τα απαιτούμενα κονδύλια, θεωρείται αυτονόητο. Το ότι θα έπρεπε να υπάρχει επαρκής αριθμός θηροφυλάκων σε όλη την επικράτεια καθώς επίσης και μόνιμοι, σωστά εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι φύλακες -οι οποίοι να είναι διατεθειμένοι να πραγματοποιήσουν και πολύωρες πεζοπορίες- στις Προστατευόμενες Περιοχές (Εθνικοί Δρυμοί, Εθνικά Πάρκα, Καταφύγια Άγριας Ζωής κλπ), θεωρείται και αυτό αυτονόητο. Ωστόσο σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα απ’ αυτά…
Άλλες δομές που υπάρχουν και λειτουργούν στο χώρο και κυρίως η θηροφυλακή των Κυνηγετικών Ομοσπονδιών και Συλλόγων κάνουν μια καλή προσπάθεια για τον περιορισμό της λαθροθηρίας. Όμως η ίδια η πολιτεία, πάντα ήταν και πολύ περισσότερο σήμερα είναι ανύπαρκτη όσον αφορά την προστασία και ορθή διαχείριση της άγριας πανίδας.
Τουλάχιστον, είναι θετικό το γεγονός ότι οι τοπικές κοινωνίες έχουν αρχίσει να ευαισθητοποιούνται στην ανάγκη προστασίας της άγριας πανίδας και κυρίως του αγριόγιδου. Μάλιστα τελευταία υπάρχουν ορισμένα περιστατικά λαθροθηρίας αγριόγιδου, όπου άνθρωποι οι οποίοι αγαπούν το βουνό, όπως ορειβάτες, ακόμα και κυνηγοί, έχουν καλέσει τη θηροφυλακή να επέμβει και σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό έγινε με επιτυχία. Αν και τελικά οι ελάχιστες περιπτώσεις που έφτασαν στο δικαστήριο, όπως σχετικά πρόσφατα στην περιοχή της Ροδόπης, κατέληξαν στην επιβράβευση των λαθροθηρών με αστείες ποινές…
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως φαίνεται πάντως οι διάσπαρτοι μικροί πληθυσμοί του αγριόγιδου ακολουθούν ο καθένας τη δική του πορεία. Άλλοι δείχνουν μια σταθερότητα ή έστω μικρή αύξηση (Τύμφη, Όλυμπος, Γκιώνα, Ροδόπη) και άλλοι φαίνονται ότι σιγά σιγά εξαλείφονται από το χάρτη. Ας ελπίσουμε ότι με τη βοήθεια όλων μας και κυρίως της «ανύπαρκτης» πολιτείας το αγριόγιδο θα συνεχίσει να ομορφαίνει τα βουνά μας, συμμετέχοντας με το δικό του τρόπο στην οικολογική ισορροπία των σπάνιων και ευαίσθητων ορεινών οικοσυστημάτων.