Αν πριν λίγο καιρό με ρωτούσαν ποιο χωριό στην Ελλάδα διαθέτει το πιο εκτεταμένο δίκτυο αυθεντικών καλντεριμιών, δεν θα μπορούσα να απαντήσω με βεβαιότητα. Σήμερα είμαι σε θέση να γνωρίζω με απόλυτη σιγουριά. Είναι ο Πηλιορείτικος οικισμός του Αγίου Λαυρεντίου. Που έμελλε, εκτός από τα εκπληκτικά του καλντερίμια, να μας αποκαλύψει και πολλές ακόμη ιδιαιτερότητες και ομορφιές.
Αν πριν λίγο καιρό με ρωτούσαν ποιο χωριό στην Ελλάδα διαθέτει το πιο εκτεταμένο δίκτυο αυθεντικών καλντεριμιών, δεν θα μπορούσα να απαντήσω με βεβαιότητα. Σήμερα είμαι σε θέση να γνωρίζω με απόλυτη σιγουριά. Είναι ο Πηλιορείτικος οικισμός του Αγίου Λαυρεντίου. Που έμελλε, εκτός από τα εκπληκτικά του καλντερίμια, να μας αποκαλύψει και πολλές ακόμη ιδιαιτερότητες και ομορφιές.
ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ «1716»
ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΞΟΧΕΣ
–Αυτό που χρειαζόμαστε επειγόντως είναι λίγο δροσερό νερό, λέω στον Βάγιο. Μετά μπορείς να φέρεις ό,τι θέλεις.
Είναι παράδοξο στις αρχές του Οκτώβρη να έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη από νερό. Ωστόσο, εξηγείται περίφημα. Αφ’ ενός λόγω της ασυνήθιστα υψηλής θερμοκρασίας και αφ’ ετέρου εξαιτίας του ανηφορικού καλντεριμιού. Που ξεκίνησε από την είσοδο του χωριού, διέσχισε την κεντρική πλατεία και έφτασε ως εδώ.
Βρισκόμαστε στο «Αρχοντικό 1716», στα ψηλώματα του χωριού. Οι οικοδεσπότες μας, ο Βάγιος Τασσιόπουλος και η Μαρία μας προσφέρουν, μετά το νεράκι, καφέ, λικέρ από ρόδι και γλυκό κουταλιού από μαύρο κεράσι του χωριού. Είναι φημισμένος για τα κεράσια του ο τόπος και η «Γιορτή του Κερασιού» κάθε Ιούνη προσελκύει πολύ κόσμο.
Χαλαρώνουμε στην εκπληκτική πλακόστρωτη βεράντα. Γύρω μας περιποιημένα λουλούδια και η μεγαλύτερη ίσως μανόλια που έχω δει ποτέ, με χοντρό κορμό και ύψος που ξεπερνάει το γείσωμα του κτίσματος, δηλαδή πάνω από 11 μέτρα!
Μια μοναδική θέα εκτείνεται ως την άκρη του ορίζοντα. Τα κοντινά πλάνα καταλαμβάνει ένα τμήμα του χωριού, με τα πάμπολλα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών με πλάκα ή κεραμίδι. Μακρύτερα ο ορίζοντας εκτείνεται συναρπαστικός. Διακρίνουμε λοιπόν στα Ν – ΝΑ ένα μικρό τμήμα του όρους, Τισσαίο. Μπροστά του απλώνεται ο Παγασητικός με το νησί του Τρίκερι και τα μικρά, ακατοίκητα Πυθονήσια. Πιο πίσω ορθώνονται τα βουνά της Εύβοιας με το Ξηρόν όρος και, δεξιότερα, το Τελέθριον. Ακριβώς νότια υψώνεται το Χλωμόν όρος, σαν κάθετη προέκταση των παραλιών του Παγασητικού. Στο βάθος διακρίνεται αχνά ο βαρύς όγκος του Παρνασσού, ενώ μεγάλο μέρος του κοντινού Ν – ΝΔ ορίζοντα καταλαμβάνει ο μακρόστενος όγκος της Όθρυος, με κεντρική κορυφή το Γερακοβούνι. Είναι πολύ συναρπαστικό να μπορούμε να διακρίνουμε και κυρίως ν’ αναγνωρίζουμε τόσα πολλά βουνά.
Μετά την χαλάρωση στη βεράντα ξεκινάμε να γνωρίσουμε τη φύση του χωριού. Κατευθυνόμαστε αρχικά στο εκκλησάκι της Παναγίας της Σουραυλούς μερικές εκατοντάδες μέτρα βόρεια του χωριού. Φυσικό περιβάλλον εκπληκτικό με καστανιές, γιγάντιο πλατάνι, μια πανύψηλη φλαμουριά, καρυδιές και κερασιές. Στα χρώματα του φθινοπώρου η εκκλησούλα μοιάζει με ζωγραφικό πίνακα απαράμιλλης ομορφιάς.
-Γιατί όμως ονομάστηκε Σουραυλού; ρωτάω τον Βάγιο.
–Γιατί οι ντόπιοι συνήθιζαν να κόβουν κλαδάκια καστανιάς που τα τρυπούσαν και κατασκεύαζαν τα μουσικά όργανα της υπαίθρου, τα σουραύλια.
Η στέγη της εκκλησούλας και του εξωνάρθηκα είναι καλυμμένη από πηλιορείτικες σχιστόπλακες, τοποθετημένες με περίσσια τέχνη. Στον τοίχο, αριστερά της εισόδου είναι ασβεστοχρισμένη η χρονολογία κατασκευής. Μαντεύουμε ότι είναι 1908. Ασβεστοχρισμένη είναι και η κόγχη του Ιερού. Από πάνω του λυγίζουν τα φορτωμένα κλαδιά μιας κυδωνιάς. Το εσωτερικό της εκκλησούλας διατηρεί το παλιό, πλακόστρωτο δάπεδο, είναι όμως πολύ λιτό.
Ένας στενός χωματόδρομος μας οδηγεί σε λίγο στην χορταριασμένη πλατεία Χατζίνη, με βρύση, παγκάκια και θέα στον Παγασητικό, στις κορυφές του Πηλίου και στον οικισμό της Δράκειας. Στο βάθος της κατάφυτης ρεματιάς κυλάει ο χείμαρρος Βρύχωνας.
Από την πλατειούλα Χατζίνη μπορούμε να φτάσουμε σε δυο λεπτά, στα πρώτα σπίτια, στο ΒΔ τμήμα του χωριού. Ανηφορίζουμε αριστερά ένα από τα παλιότερα λίθινα καλντερίμια, που βγάζει στα βόρεια ψηλώματα του οικισμού. Σιγά – σιγά φτάνουμε στην τοποθεσία «Μανερού», δηλαδή στην Μάννα του Νερού. Πολύ δύσκολα περιγράφεται η ομορφιά του τόπου. Αιωνόβιες καστανιές, κτήματα με φυρικιές και μήλα πολλών άλλων ποικιλιών, μανιτάρια και άφθονα αρωματικά φυτά που όπως τ’ αγγίζουμε ευωδιάζουν. Ρυάκια και πηγές με παγωμένο νερό που με τσιμεντένιο αυλάκι διοχετεύεται στην δεξαμενή του Αγ. Λαυρέντιου. Ακολουθούμε ένα στενό χωμάτινο μονοπάτι παράλληλα με το αυλάκι, βαδίζουμε πάνω σε κάστανα, που έχουν πέσει από τα δέντρα. Μασουλάμε μήλα από τα πάμπολλα που υπάρχουν στα δέντρα και στη γη. Τόπος ευλογημένος το Πήλιο, στην πιο αυθεντική του μορφή.
Ώσπου να ετοιμαστεί το δείπνο χαλαρώνουμε στη βεράντα. Με θερμοκρασία 14 βαθμών και με ανύπαρκτο αέρα είναι μια γλυκειά και ευχάριστη βραδιά. Εξίσου ευχάριστο λίγο αργότερα είναι και το αναμμένο τζάκι. Το δείπνο μας είναι πολύ φυσικό και υγιεινό. Αποτελείται από τρία είδη άγριων μανιταριών, άλλα μαγειρεμένα τηγανιτά και άλλα γιαχνί με σκορδάκι και πιπεριές. Για συμπλήρωμα η Μαρία έχει ετοιμάσει νοστιμώτατους κολοκυθοανθούς και εξαιρετική χορτόπιτα με χόρτα του βουνού. Αργά τη νύχτα, στα εκπληκτικά κρεβάτια του αρχοντικού ο ύπνος έρχεται αβίαστα. Άλλωστε, εδώ στο υψόμετρο των 600 μέτρων και στα καλντερίμια που μας περιβάλλουν δεν φτάνει αυτοκίνητο, η σιγαλιά είναι καθολική.
ΔΑΙΔΑΛΩΔΗ, ΠΕΡΙΤΕΧΝΑ ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙΑ
Εξαίρετο προνόμιο να πίνουμε τον καφέ μας στη βεράντα, να αναπνέουμε τον δροσερό αέρα του βουνού. Το πρώτο φως του φθινοπωριάτικου ήλιου πέφτει στα σπίτια του χωριού. Ο προσανατολισμός του είναι άριστος, σε ανατολή, νότο και δύση. Μέσα στην υγρασία του πρωινού καπνίζουν τρεις – τέσσερις καμινάδες. Ο μακρινός ορίζοντας είναι τυλιγμένος στην αχλύ.
Ξεκινάμε την συστηματική περιήγησή μας στα καλντερίμια του χωριού. Παίρνουμε αρχικά τις ανηφοριές πάνω από το αρχοντικό. Καρυδιές με άφθονα καρύδια, βρύση του 1892 χωρίς νερό. 20 μέτρα πιο πάνω άλλη βρύση με τριγωνικό αέτωμα αλλά στεγνή από χρόνια.
Αλλεπάλληλα καλντερίμια διακλαδίζονται συνεχώς.
Γι’ αυτά τα πηλιορείτικα καλντερίμια αναφέρει τα ακόλουθα ο Γιάννης Κίζης στο έξοχο σύγγραμμά του (1). «Τα καλντερίμια αποτέλεσαν τη μόνη και ευρύτατα διαδεδομένη μέθοδο οδοποιΐας των παλαιότερων χρόνων και ήταν σε πλήρη χρήση και εφαρμογή ως τα προπολεμικά χρόνια στο Πήλιο. Οι πεζόδρομοι αυτοί, που χαρακτηρίζουν το ρυμοτομικό δίκτυο των χωριών, έχουν μιαν ακριβή και ιδιόμορφη κατασκευή, που έκανε την καθολική εφαρμογή τους αντιοικονομική. Έτσι, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι περισσότεροι δρόμοι ήταν χωματένιες «μουλαρόστρατες» και πολύ λίγοι καλντερίμια και μάλιστα τοπικά, στα δύσβατα μέρη και στα ρέματα.
Μεγάλη σημασία δίνεται στην γρήγορη και ασφαλή απορροή των βρόχινων νερών, που απειλούν με καθίζηση και διάλυση της κατασκευής του λιθόστρωτου. Αυτή γίνεται είτε μέσα από τα ποτιστικά αυλάκια, είτε στη μέση του δρόμου, οπότε προβλέπονται δεξιά και αριστερά υπερυψωμένα, λιθόστρωτα πεζοδρόμια. Τέτοια προσεγμένα καλντερίμια υπάρχουν στον Αγ. Λαυρέντιο και στον Λαύκο».
Από τον μικρό χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων συνεχίζουμε με κατεύθυνση Ν – ΝΑ. Χάνουμε για λίγο τα καλντερίμια, βαδίζουμε σε τσιμεντόστρωτο δρομάκι που κατηφορίζει με έντονη κλίση στο πλάι μιας ρεματιάς. Βουνίσιο νεράκι στην κοίτη και από πάνω πυκνά πλατάνια, καρυδιές και κερασιές, μια αληθινή ζούγκλα, πανέμορφη και πολύχρωμη μέσα στο χωριό. Ακούγονται χαρούμενες παιδικές φωνές. Σε δυο λεπτά συναντάμε στον χώρο κατασκήνωσης τα παιδάκια του Σχολείου του Αγ. Λαυρέντιου, που ο δάσκαλός τους Γιώργος Ρεντινιώτης τα έχει φέρει σήμερα εκδρομή.
–Να σας βγάλουμε μια φωτογραφία όλους μαζί; ρωτάω τον δάσκαλο.
Οι ενθουσιώδεις φωνές των παιδιών είναι η καλύτερη απάντηση. Οι γελαστές φατσούλες αντανακλούν όλη τη χαρά τους μπροστά στον δημοσιογραφικό φακό. Ίσως μετά από χρόνια τα σημερινά παιδιά να ξαναβλέπουν με νοσταλγία τούτες τις στιγμές, της ανέμελης και ευτυχισμένης νιότης τους στο χωριό.
Αμέσως μετά το τσιμεντένιο δρομάκι μας οδηγεί στο «Παληό Ελαιοτριβείο». Νά η τεράστια φτερωτή πλάι στο ρέμα. Τον 19ο αιώνα εδώ λειτουργούσε ένα από τα υδροκίνητα ελαιοτριβεία του χωριού. Το έξοχο πετρόχτιστο κτίριο που βρίσκεται στη θέση του, έχει διατηρήσει αναλλοίωτα όλα τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, και ήδη, από τις αρχές του 2005, λειτουργεί ως ένας από τους συναρπαστικότερους ξενώνες, που μπορεί κάποιος να συναντήσει στο Πήλιο.
Ο Ηλίας Κόττης μας υποδέχεται στο καθιστικό με μεγάλη εγκαρδιότητα. Ο χώρος είναι εκπληκτικός, από κάθε σημείο του αποπνέει αρχοντιά. Το δάπεδο είναι κατασκευασμένο με εξαιρετική τέχνη από μεγάλες ορθογώνιες, πελεκημένες πλάκες πηλιορίτικες. Κάποια σημεία του δαπέδου καλύπτονται από πανέμορφα χειροποίητα χαλιά, ενώ ο μεγάλος μπρούντζινος πολυέλαιος είναι αυθεντικός του 18ου αιώνα από την τσαρική Ρωσία. Σε απόλυτη αρμονία με τον χώρο βρίσκονται ακόμη τα χοντρά δοκάρια οροφής, τα συλλεκτικά κομμάτια διακόσμησης και επίπλωσης, το παμπάλαιο τζάκι που έχει παραμείνει αναλλοίωτο.
Ο Ηλίας μας προσφέρει καφέ στην αίθουσα πρωινού, έναν χώρο υποβλητικό, με χοντρούς πέτρινους τοίχους, βαριά ξύλινα τραπέζια και κηροπήγια από μπρούντζο, και έναν εξαίρετο πολυέλαιο από σκαλιστό ξύλο καρυδιάς. Έχουμε την αίσθηση, ότι βρισκόμαστε σε χώρο μεσαιωνικού αρχοντικού.
Ξαναβγαίνουμε στο φως και κατευθύνουμε τα βήματά μας σ’ ένα στενό, παμπάλαιο και χορταριασμένο καλντεριμάκι. Μερικές δεκάδες μέτρα μετά συναντάμε ένα ωραιότατο κεντρικό καλντερίμι που κατευθύνεται κατηφορικά προς το κέντρο του χωριού. Ωραία σπίτια, δέντρα και αυλές. Άλλη μια βρύση χωρίς νερό. Οδός Βύρωνος και οδός Αγίου Αθανασίου. Τα καλντερίμια συναντιούνται. Να κι ένα σπίτι με λιθανάγλυφο του 1862. Δίπλα του παμπάλαιο σπίτι με λαξευτό υπέρθυρο. Παντού το παρελθόν είναι παρόν! Σε κάθε βήμα μας περιμένουν και νέες εκπλήξεις. Είναι πολύ σημαντικό, που τόσα πολλά στοιχεία του παρελθόντος διατηρούνται αναλλοίωτα.
Μερικά μέτρα πιο κάτω συναντάμε ένα σπίτι πολύ παλιό, με αργολιθοδομή και ξυλοδεσιές, μικρά θολωτά παράθυρα με πωρόλιθο στα τόξα. Ένα ενσωματωμένο μάρμαρο φέρει χρονολογία, που τα δυο αρχικά της στοιχεία παραπέμπουν στον 18ο αιώνα, ενώ τα υπόλοιπα δυο είναι ασαφή. 30 μέτρα μετά προβάλλει η εξωτερική κόγχη του Ιερού και τμήμα της τοιχοποιΐας του Αγίου Αθανασίου, μαζί με δυο τεμνόμενα καλντερίμια, από τα ωραιότερα του χωριού. Η κόγχη του Ιερού είναι διακοσμημένη με πολλά λιθανάγλυφα, ενώ πάνω από την νότια και δυτική είσοδο υπάρχουν τοιχογραφίες με τον Άγιο Αθανάσιο. Η στέγη της εκκλησίας είναι καλυμμένη με σχιστόπλακες. Στην τοιχοποιΐα της βόρειας πλευράς είναι ενσωματωμένη μια μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφη την χρονολογία κτίσης του ναού, πιθανότατα 1772. Κάτω από την εκκλησία υπάρχει μια πέτρινη βρύση με τριγωνικό αέτωμα και χρονολογία 1887, που εξακολουθεί να τρέχει, έστω και λιγοστό νερό.
Πάνω ακριβώς από την εκκλησία μας εντυπωσιάζει ένα ωραίο σπίτι με εκπληκτική λουλουδιασμένη αυλή. Είναι το σπιτικό της Αικατερίνη Βαμβάκου, γέννημα θρέμμα του χωριού, μια κυρία ευγενέστατη, που μας προσφέρει καφεδάκι και γλυκό του κουταλιού. Πολύ όμορφα είναι δυο παλιά πιάτα, εντοιχισμένα στην τοιχοποιΐα του ορόφου του σπιτιού. Τα πιάτα είναι ζωγραφισμένα στο χέρι και έχουν ανάμεσά τους δυο περιστέρια.
Κατηφορίζουμε για ένα λεπτό και βρισκόμαστε ήδη στον «Σταθμό», στο κέντρο του οικισμού. Είναι μια ασφάλτινη πλατειούλα, ένα τμήμα της οποίας χρησιμεύει και ως χώρος στάθμευσης. Είναι το σημείο τερματισμού αλλά και αφετηρίας των λεωφορείων της γραμμής που συνδέει τον Αγ. Λαυρέντιο με τον Βόλο. Και βέβαια είναι το τελευταίο σημείο, όπου ο επισκέπτης του Αγ. Λαυρέντιου μπορεί να φτάσει με αυτοκίνητο. Αμέσως μετά αρχίζει η παραδοσιακή οδοποιΐα, τα λιθόστρωτα καλντερίμια που οδηγούν στις διάφορες γειτονιές του οικισμού. Δεν συνεχίζει λοιπόν η άσφαλτος, δεν βρίσκει διέξοδο ο Άγιος Λαυρέντιος προς τους γείτονές του, τους οικισμούς του Αγ. Γεωργίου και της Δράκειας. Είναι προορισμός και όχι πέρασμα.
Ωστόσο, αυτή η μακρόχρονη «απομόνωση», σ’ ένα βαθμό ωφέλησε τον τόπο. Που έχασε βέβαια τα έσοδα των περαστικών αλλά ταυτόχρονα γλίτωσε και από τις παρενέργειες που συνεπάγεται ο μαζικός τουρισμός. Διατήρησε λοιπόν σε μεγάλο βαθμό την παραδοσιακή φυσιογνωμία του ο τόπος, με πρώτα και καλύτερα τα εκπληκτικά του καλντερίμια. Τα αυτοκίνητα αποκλείστηκαν εξ ολοκλήρου σχεδόν από το δομημένο περιβάλλον του οικισμού. Στον Άγιο Λαυρέντιο μπορούμε ακόμη να ζούμε στιγμές ήρεμες και ανθρώπινες, με χαλαρούς ρυθμούς. Ν’ ακούμε τους χτύπους των βημάτων μας στο λιθόστρωτο, να σταματάμε όπου και όσο θέλουμε, χωρίς να κινδυνεύουμε μη μας χτυπήσει αυτοκίνητο. Μπορούμε να θαυμάζουμε με την ησυχία μας ένα περίτεχνο λιθανάγλυφο, μια παλιά κρήνη από τις τόσες πολλές που υπάρχουν στο χωριό, μια λουλουδιασμένη αυλή ή τις θαυμαστές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες κάποιου αρχοντικού. Μπορούμε να πιάνουμε κουβέντα στη μέση του δρόμου με τον ντόπιο, σαν τους παλιούς καλούς καιρούς, που οι άνθρωποι επικοινωνούσαν χωρίς φόβο μεταξύ τους. Μπορούμε, τέλος, στον Άγιο Λαυρέντιο να ονειροπολήσουμε, να ρεμβάσουμε, να αναπολήσουμε συνήθειες και τρόπο ζωής περασμένων εποχών. Και να βρεθούμε και πάλι μπροστά σε κάποιες εικόνες, που κάποτε ήταν καθημερινές και οικείες, ενώ στις μέρες μας όλο και περισσότερο σπανίζουν. Μερικά τέτοια ρομαντικά κατάλοιπα συναντάμε στην πλατεία του χωριού.
ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΚΗΝΙΚΟ
Ένα περίτεχνο, φαρδύ καλντερίμι ανηφορίζει από τον Σταθμό προς την πλατεία του οικισμού. Είναι το κεντρικό καλντερίμι, η «λεωφόρος» του Αγίου Λαυρέντιου, με την ταβέρνα «Φωλιά», την ταβέρνα της Φρόσως, «Λωτό», το «Καφενείον Κληματαριά», τις μαρμάρινες κρήνες με κεφάλια λιονταριών, το μαρμάρινο λαξευτό παγκάκι, το Ηρώο Πεσόντων. Σε δυο λεπτά βρισκόμαστε στην πλατεία, στο επίκεντρο της εμπορικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Μεγάλες ορθογώνιες πλάκες Πηλίου, τοποθετημένες το 1900 καλύπτουν το δάπεδο της πλατείας. Από πάνω ρίχνουν τη σκιά τους τα πλούσια φυλλώματα δυο εντυπωσιακών πλατανιών, που φυτεύτηκαν το 1845. Ανάμεσά τους ορθώνεται, ισάξια σχεδόν, μια πανύψηλη πικροκαστανιά. Απέναντι, τα καφενεία της πλατείας, προσήλια, αραδιασμένα στη σειρά. Πρώτο το καφενεδάκι του Σίμου, μικροσκοπικό και παμπάλαιο, που ξεκίνησε τη λειτουργία του στα χρόνια του μεσοπολέμου από τον Σίμο. Σήμερα το δουλεύει η νύφη του η κυρα – Χαρίκλεια, που τούτη την ώρα λιάζεται στην είσοδο με τον αδελφό της το Στάθη. Δίπλα ο λιλιπούτειος χώρος του Συλλόγου Γυναικών, με τα πάμπολλα λικέρ και γλυκά του κουταλιού, τον έξοχο τσιπουρομεζέ του Πηλίου, τα «τσιτσίραβλα» και τον σπιτίσιο τραχανά.
Πολύ λιτό το καφενεδάκι του Σίμου με μια σιδερένια χειροποίητη ξυλόσομπα στο κέντρο. Πίνουμε το καφεδάκι μας καθισμένοι στον ήλιο. Στη συντροφιά μας και ο 78 χρονος Αποστόλης Βαμβάκος, γνωστότερος με το παρατσούκλι «Καραβέλης». Άνθρωπος βροντόφωνος, έκανε για καμιά δεκαπενταριά χρόνια τον ντελάλη στο χωριό, ως τη στιγμή που ο «Καποδίστριας» κατάργησε την Κοινότητα του Αγίου Λαυρέντιου.
-Τί θυμάσαι περισσότερο στα χρόνια που ήσουνα ντελάλης; τον ρωτάει ο Πέτρος.
-Ένα ποίημα, του απαντάει ο Καραβέλης.
Δεν θέλησε να πει περισσότερα, ούτε ρωτήσαμε κι εμείς. Στη συνέχεια είναι το καφενείο «Νέος Κόσμος» του Κ. Φραγκογιάννη. Από πάνω ορθώνεται το τριώροφο οικοδόμημα με το ρολόι, που κάποτε ήταν τετραώροφο με τρούλο, καταστράφηκε όμως από πυρκαγιά το 1943 και ανακατασκευάστηκε.
Μεγάλο και παραδοσιακό το καφενείο, ψηλοτάβανο, με κάποια όργανα κρεμασμένα στους τοίχους, ένα παλιό ραδιόφωνο. Σε στρατηγικό σημείο μια μεγάλη τηλεόραση «plasma» με δορυφορική σύνδεση, τοποθετημένη πάνω σε ογκώδες ξύλινο έπιπλο, που ήταν κάποτε η πασίγνωστη στους παλιότερους «παγωνιέρα». Παραδίπλα βρίσκεται και το τελευταίο καφενείο της πλατείας, του Ζήση. Σ’ αυτά τα μαγαζάκια μαζεύονται οι ντόπιοι αλλά κι οι ξένοι για τάβλι, χαρτί, καφέ ή τσιπουράκι.
Μέσα στο χώρο της πλατείας βρίσκεται η ταβέρνα του «Βρύχωνα» με τη μεγάλη βεράντα και την εξαίσια θέα σ’ όλο τον ορίζοντα. Δίπλα της το παλιό «Παντοπωλείον του Κόκκινου». Ευρύχωρο το μαγαζί, εξακολουθεί να διατηρεί τον χαρακτήρα του παρά τις σύγχρονες τροποποιήσεις και προσθήκες. Το πάτωμά του είναι το παλιό σανιδένιο, με την χαρακτηριστική ευκαμψία των σανιδιών. Η οικογένεια του Κόκκινου είναι από το 1924 στο μαγαζί, που, ακόμη παλιότερα, λειτουργούσε από άλλον.
Πολλά και γραφικά αντικρύζουν τα μάτια μας στο χώρο: παλιά ξύλινα ράφια με εμπορεύματα, ξύλινο ραδιόφωνο και πικ – απ, μερικές παλιές ζυγαριές αλλά και μια ακριβείας με τα μικροσκοπικά «δραμάκια», που χρησίμευαν για να ζυγίζουν μικρού όγκου και βάρους αντικείμενα όπως σκόνες βαφής, κινίνου αλλά και ζάχαρη. Σώζονται ακόμη τεφτέρια με βερεσέδια, μερικές ξεχασμένες διαφημιστικές πινακίδες αλλά κι ο παλιός τιμοκατάλογος των αγαθών κρεμασμένος στον τοίχο, με 27 είδη όλα κι όλα! Η λιτότητα σ’ όλο της το μεγαλείο.
ΣΤΙΣ ΚΑΤΩ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ
Αμέσως κάτω από την πλατεία διαγράφεται η σκεπασμένη με πλάκες στέγη του ναού του Αγίου Δημητρίου. Στο δυτικό υπέρθυρο υπάρχει ανάγλυφη η χρονολογία 1869, που αφορά την χρονολογία ανάπλασης του παλαιότερου ναού. Δύο πανύψηλα κυπαρίσσια με πελώριους κορμούς χρονολογούνται πιθανότατα από τον 18ο αιώνα, που πρωτοχτίστηκε ο ναός. Στο εσωτερικό μας εντυπωσιάζουν ο Δεσποτικός Θρόνος και ο Άμβωνας με εξαίρετες ξυλόγλυπτες παραστάσεις και φύλλο χρυσού και βέβαια το εκπληκτικό τέμπλο με το βαθύτατο σκάλισμα, αληθινό έργο τέχνης.
Το θαυμάσιο κατηφορικό καλντερίμι της οδού Αγ. Δημητρίου περνάει δίπλα από πλακοσκέπαστη κρήνη με δυο κρουνούς και πλούσια ροή νερού. Απέναντι ακριβώς ο μεγαλόπρεπος ναός προς τιμήν του Νεομάρτυρα Απόστολου, του επονομαζόμενου Νέου, που μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1686. Εξαίρετος αύλειος χώρος πλακόστρωτος, κρήνη με τρία σκαλιστά λιοντάρια και μπρούντζινα τάσια, πανύψηλα κυπαρίσσια, πικροκαστανιές και μουριές. Ο ναός θεμελιώθηκε το 1960 και εγκαινιάστηκε το 1968 στη θέση του παλαιότερου, που καταστράφηκε από τους σεισμούς του 1955. Επιβλητικό είναι το πέτρινο καμπαναριό με το ακριβέστατο ρολόι στην κορυφή του. Χτίστηκε το 1895, ωστόσο, μετά τους σεισμούς του 1955 ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας θεώρησε επικίνδυνους του δυο ανωτέρους ορόφους και τους κατεδάφισε. Χαρίζουμε στους εαυτούς μας μερικές στιγμές χαλάρωσης στα παγκάκια, κάτω από την αδιαπέραστη σκιά μιας πελώριας μουριάς. Ακριβώς από κάτω κελαρύζει το νερό της ρεματιάς.
Συνεχίζουμε προς τα ΒΔ. Ήδη δεσπόζει απέναντί μας το Αρχοντικό του Γκλαβάνη, ενός από τους μεγαλύτερους άρχοντες του τόπου. Έξοχα αναστηλωμένο το επιβλητικό κτίριο, πρόκειται να στεγάσει το Λαογραφικό Μουσείο του Αγίου Λαυρέντιου. Δίπλα στην απαστράπτουσα ομορφιά του αρχοντικού η τέλεια αντίθεση: τα υπολείμματα των χαμηλών του παράσπιτων, για τα οποία βέβαια δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Βρίσκονται μέσα σε πυκνά, σχεδόν αδιαπέραστα χόρτα, με ξύλινες πόρτες αφανισμένες από το χρόνο.
Αμέσως πιο κάτω συναντάμε ένα διαφορετικής αρχιτεκτονικής οίκημα, το νεοκλασσικό του Παπαθανασίου, με μαρμάρινα σκαλιστά φουρούσια στο μπαλκόνι, τριγωνικό αέτωμα και μια σιδερένια πινακιδούλα που αναφέρει: «Γενικαί Ασφάλειαι 1831 Τεργέστη». Έξω από την αυλή αιωνόβιος πλάτανος και χτιστή, σκεπαστή βρύση του 1784 με πλούσια ροή νερού.
Τα αρχιτεκτονικά μνημεία του παρελθόντος στο αρχοντοχώρι του Αγ. Λαυρέντιου δεν έχουν τελειωμό. ΒΑ του αρχοντικού του Γκλαβάνη ένα στενό καλντερίμι μας οδηγεί σ’ ένα παμπάλαιο σπίτι με πλιθιές και τσατμά στον όροφο, και, πιο πίσω σ’ ένα από τα παλαιότερα, στο αρχοντικό του Στέλλου, του 1712. Λίγο πιο πάνω, ακατοίκητο αλλά πάντα πανέμορφο, δεσπόζει το αρχοντικό Παπαθανασίου. Η δυτική γωνία του τοίχου είναι κατάσπαρτη με εξαιρετικά λιθανάγλυφα: έναν δικέφαλο αετό, ένα εξάκτινο αστέρι και, ακόμη, τα λαξευτά στήθη γυναίκας, μια παράσταση όμοιά της δεν ξαναείδαμε μέχρι τώρα. Στην είσοδο του σπιτιού βαριά σιδερένια πόρτα με πλατυκέφαλα καρφιά. Γύρω της λαξευτό μαρμάρινο πλαίσιο με χρονολογία 1865. Στην αυλή του σπιτιού μια γέρικη κληματαριά με σταφύλια εκπληκτικά. Δίπολα μια παμπάλαια βρύση με νερό και χρονολογία 1788. Αναρωτιέμαι πόσους τόπους έχω συναντήσει μέχρι τώρα με τέτοιο καταιγισμό στοιχείων του παρελθόντος.
Βρισκόμαστε ήδη στα Δ – ΒΔ όρια του χωριού. Αθέατη χαμηλά είναι η χαράδρα του Βρύχωνα. Επιστρέφουμε προς το εσωτερικό. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω το αρχοντικό του Σίνη, του 1836, με τα τρία τοξοειδή κεντρικά παράθυρα και το χαρακτηριστικό σαχνισί, το αρχοντικό του Παραθύρη του 1860, με τον δίδυμο φούρνο και την πανέμορφη αυλή και ακόμη την βρύση του Πιτσώρη, με ικανοποιητική ροή.
Παρά την πολύωρη περιήγηση δεν είμαστε ιδιαίτερα κουρασμένοι. Οι συναρπαστικές και απρόσμενες εικόνες του Αγ. Λαυρεντίου είναι το καλύτερο αντίδοτο κατά της κούρασης. Όπως και το καλύτερο αντίδοτο κατά της πείνας είναι τα εκπληκτικά εδέσματα στο εστιατόριο «Δρυάδων Γεύσεις». Εδώ μας υποδέχεται ο Δημήτρης Μαχαιράς, με εκπληκτικό τσίπουρο δικό του και απίθανες λιχουδιές: ρέγγα καπνιστή, φέτα «Δρυάδες» με ούζο, μέλι και σουσάμι, τυροκαυτερή με κόκκινη πιπεριά, ντοματοκεφτέδες, κολοκυθοκεφτέδες, και, για κλείσιμο, κότσι μοσχαρίσιο καραμελωμένο και κουνέλι δεντρολίβανο. Ανεξάντλητη η ποικιλία των γεύσεων του Δημήτρη. Και πολύ υψηλό το επίπεδο του επαγγελματισμού του. Είναι αδύνατον να μην φύγει ενθουσιασμένος ο πελάτης.
ΣΤΑ ΧΑΜΗΛΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Μπορεί κάποιος στον Άγιο Λαυρέντιο να πιεί ένα καφεδάκι τα χαράματα; Η απάντηση είναι, ναι. Στο Καφέ – Αναψυκτήριον «Ο Σταθμός». Σ’ αυτό το λιτό και αφτιασίδωτο μαγαζάκι η κυρα – Μάχη έχει πετύχει αξιοζήλευτα ρεκόρ. 25 χρόνια τώρα, 365 μέρες το χρόνο, ανοίγει το μαγαζί απ’ τα χαράματα, στις 6 και τέταρτο ακριβώς.
-Μόνον τρεις μέρες το χρόνο δεν ανοίγω αυτή την ώρα, συμπληρώνει η κυρα – Μάχη. Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα. Αυτές τις μέρες ανοίγω στις οχτώ.
-Και γιατί ανοίγεις το μαγαζί τόσο νωρίς;
-Γιατί πρέπει να προλάβουν να πιουν ένα καφεδάκι οι εργαζόμενοι που φεύγουν με το λεωφορείο των 7.
Μετά το «εργατικό» καφεδάκι στο «Σταθμό» και το πλούσιο πρόγευμα στις «Δρυάδες», ξεκινάμε ένα σύντομο οδοιπορικό στα νότια χαμηλώματα του χωριού. Αμέσως κάτω από τον υπέροχο ξενώνα του 1860 του Δημήτρη συναντάμε το μεγάλο αρχοντικό του Κανταρτζή. Χτισμένο το 1864 είναι από τα σημαντικότερα του χωριού, με κολώνες και καμάρες στην κύρια είσοδο, εξαίρετη τοιχοποιΐα, λαξευτούς γωνιόλιθους και ξύλινο μπαλκόνι. Λίγο αργότερα περνάμε κάτω από το αρχοντικό του αείμνηστου Συνταγματολόγου και Καθηγητή μου στη Νομική Θεσσαλονίκης, Αριστόβουλου Μάνεση. Οι αναμνήσεις επιστρέφουν ολοζώντανες από τον υπέροχο αυτό καθηγητή και άνθρωπο, που πρόσφατα στέρησε από την σπουδαία προσωπικότητά του την Ελλάδα.
Εικόνες και πάλι συναρπαστικές: σπίτι ακατοίκητο του 1880, δίπλα του άλλο του 1860, χτιστή βρύση με νερό, εξαίρετα κατηφορικά καλντερίμια, κτήματα με μηλιές, καρυδιές και κερασιές. Βρισκόμαστε στην τοποθεσία «Σταυρός». Νεοκλασσικό Καντίκου, συναντάμε το ρέμα που διασχίζει το χωριό κι έναν από τους τρεις νερόμυλους με την τεράστια «γαλιάγρια», την σιδερένια φτερωτή. Εδώ βρίσκεται και το χαμηλότερο σπίτι του χωριού, στα 400 περίπου μέτρα. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω, αθέατο μέσα στις αβατσινιές και τα δέντρα, συναντάμε το παλιό ταπεινό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, με εξωτερική τοιχογραφία του αγίου και άλλη μια με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ.
–Έχουμε ολοκληρώσει την περιήγησή μας στο χωριό; ρωτάω τον Δημήτρη.
–Με τον Αγ. Λαυρέντιο ποτέ δεν είσαι σίγουρος, μου απαντάει.
Έρχεται η στιγμή να επισκεφθούμε το φημισμένο Μοναστήρι του Αγίου Λαυρέντιου. Βρίσκεται σ’ ένα από τα υψηλότερα και ωραιότερα σημεία, στην ΒΑ είσοδο του χωριού, ακριβώς κάτω από τον δρόμο. Δίπλα βρίσκονται οι κατασκηνώσεις της ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Σύμφωνα με τον Α. Παπαθανασίου (2) «το μοναστήρι του Αγ. Λαυρέντιου είναι ένα από τα παλιότερα μοναστήρια/κτίσματα του Πηλίου. Η κατασκευή του αρχικού κτίσματος τοποθετείται από πολλούς ερευνητές στα μέσα του ΙΒ αιώνα, τότε που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Α’ Κομνηνός (1143 – 1180) παραχώρησε εμπορικά προνόμια στους κατοίκους των ναυτικών πόλεων Πίζας, Γένοβας και Αμάλφι. Από εντοιχισμένες λατινικές επιγραφές που υπάρχουν και σήμερα στο καθολικό του μοναστηριού, φαίνεται ότι οι πρώτοι ιδρυτές του ήταν λατίνοι που κατάγονταν από την ιταλική πόλη Αμάλφι και το μοναστήρι κτίστηκε με χρήματα δικά τους.
Όμως τίποτε δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο για το αρχικό ιδρυτικό του μοναστηριού, το οποίο να προκύπτει από επίσημες πηγές. Το θέμα αυτό εξακολουθεί και σήμερα να απασχολεί τους ερευνητές, επειδή υπάρχουν στο κυρίως κτίσμα του καθολικού στοιχεία οικοδομικών φάσεων τοιχοποιΐας προγενέστερων του ΙΒ αιώνα, όπως η ισόδομη τοιχοποιΐα πώρινων λαξευτών λίθων, την οποία παρατηρούμε γύρω από τη μεσαία κόγχη και στην ανατολική πλευρά του καθολικού. Λόγω της πληθώρας των εξωτερικών κατασκευαστικών και μορφολογικών στοιχείων το μοναστήρι κατατάσσεται στη χορεία των πιο παλιών αλλά και των πιο ιδιόμορφων, από μορφής ναοδομίας, κτισμάτων της περιοχής του Πηλίου».
Στην υποσημείωση (1) της σελίδας 30 του συγγράμματός του αναφέρει ο Παπαθανασίου: «Κατά την ταπεινή μου γνώμη, βάσει συγκριτικών ιστορικών, μορφολογικών και λοιπών κατασκευαστικών στοιχείων, η αρχική κατασκευή του Καθολικού της Μονής πρέπει να ανάγεται στα τέλη του Ι – αρχές του ΙΑ’ αιώνα».
Το μοναστήρι λοιπόν, που έκτισαν οι βενεδικτίνοι μοναχοί από το Αμάλφι της Ιταλίας, το αφιέρωσαν στη μνήμη του προστάτη της πόλεώς τους, Αγίου Ανδρέα. Η μονή διατηρήθηκε για έναν περίπου αιώνα και μετά παρήκμασε, πιθανότατα εξαιτίας του Σχίσματος που επήλθε μεταξύ των δυο Εκκλησιών, το έτος 1054. Ο Όσιος Λαυρέντιος, μοναχός στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγ. Όρους, όταν έφτασε το 1378 στην περιοχή, βρήκε το μοναστήρι ερειπωμένο. Ο μοναχός το επισκεύασε εκ βάθρων και το αφιέρωσε στη μνήμη του Αρχιδιάκονος Λαυρεντίου, που μαρτύρησε στη Ρώμη το 258. Και, όπως αναφέρει και ο Κώστας Λιάπης: «πιθανότατα κολίγοι του μοναστηριού του Αγίου Λαυρεντίου να ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, που, όπως και τα υπόλοιπα χωριά του Πηλίου, αναπτύχθηκε και πρόκοψε ως βακούφι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας» (3).
Από το ύψος ήδη του δρόμου θαυμάζουμε την εξαίρετη τοιχοποιΐα, τον οκτάγωνο τρούλο με χρώμα βυζαντινό κεραμιδί, την συνολική ωραιότητα του Καθολικού. Ωστόσο, μόνον από κοντά μπορούμε να αντιληφθούμε τις λεπτομέρειες των σπάνιων αρχιτεκτονικών και κατασκευαστικών του χαρακτηριστικών. Πάνω από τρεις ώρες μένουμε στο χώρο της μονής, εντυπωσιασμένοι από την άφθαστη τέχνη των λιθοξόων στο εξωτερικό και των αγιογράφων στο εσωτερικό του Καθολικού. Το κτίσμα είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από λαξευτούς λίθους, οι οποίοι στις γωνίες των τοίχων, στην κόγχη του Ιερού και, ιδιαίτερα κοντά στο έδαφος, είναι μεγάλων διαστάσεων. Οι ισόδομοι λαξευτοί πωρόλιθοι άλλοτε είναι ελεύθεροι, χωρίς περίβλημα πλίνθων και άλλοτε περίκλειστοι από πλίνθους, που παρεμβάλλονται είτε οριζόντια είτε κάθετα στους αρμούς. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, αποπνέει όλη την αίγλη της μακρινής βυζαντινής εποχής δημιουργίας του ναού.
Στην βόρεια πλευρά θαυμάζουμε την εντοιχισμένη πλάκα με την κτητορική επιγραφή, από την οποία προκύπτει το έτος 1378. Το υπέρθυρο της εισόδου της νότιας πλευράς παρουσιάζει σχήμα αψιδωτό. Πάνω σε μαρμάρινη πλάκα υπάρχει σκαλισμένος διπλός σταυρός και ρόδακας που περικλείεται από κύκλο. Επίσης πάνω από την είσοδο υπάρχει πλούσιο επιπεδόγλυφο κόσμημα σε λευκό μάρμαρο που απεικονίζει φυτική παράσταση. Κοσμήματα επίσης σχήματος αλυσίδας υπάρχουν εντοιχισμένα στη βόρεια και νότια πλευρά. Ανάγλυφα κριάρια, ανάγλυφο ψάρι, φυτικά και ζωικά μοτίβα, περίτεχνοι σταυροί. Όσο περισσότερο παρατηρούμε, τόσο περισσότερα ανακαλύπτουμε. Στην δυτική πλευρά της τοιχοποιΐας σώζεται ένα βυζαντινό ηλιακό ωρολόγιο χαραγμένο σε μαρμάρινη πλάκα. Είναι διηρημένο σε 11 ίσα μέρη με γράμματα της αλφαβήτου, που αρχίζουν από τα δεξιά προς τα αριστερά. Το τρίγωνο μεταλλικό έλασμα, που υπήρχε παλιά στο κέντρο του ημικυκλίου, σε συνάρτηση με την κατεύθυνση του ηλίου, έριχνε τη σκιά του πάνω στα γράμματα της αλφαβήτου, προσδιορίζοντας έτσι την ώρα της ημέρας, από της ανατολής μέχρι και της δύσεως του ηλίου. Στο προαύλιο επίσης σώζονται κιονόκρανα εξαιρετικής τέχνης ακαθόριστου ρυθμού. Όλα πιθανολογούν την ύπαρξη στην περιοχή μεγάλης παλαιοχριστιανικής εκκλησίας του Ζ – ΙΒ’ αιώνα.
Υποβλητικό είναι και το εσωτερικό του Καθολικού με μεγάλα τμήματα αυθεντικού πλακόστρωτου δαπέδου, έξι μονόλιθους μαρμάρινους κίονες με κιονόκρανα, θαυμάσιο ξύλινο τέμπλο και αγιογραφίες εξαιρετικής τέχνης στο Ιερό Βήμα, πιθανότατα του 16ου αιώνα. Έκπληξη αποτελεί στον νάρθηκα μια στενή ξύλινη σκάλα, που οδηγεί σε μικρό, σκοτεινό χώρο, που χρησίμευε ως Κρυφό Σχολειό.
Η εμπειρία μας στη Μονή Αγ. Λαυρέντιου ολοκληρώνεται με μοναστηριακά κεράσματα και ήρεμη συζήτηση με τις τρεις μοναχές, που από το 2001 ζουν στη Μονή. Φεύγοντας, δεν παραλείπουμε να πάρουμε μαζί μας μερικά από τα εξαίρεται προϊόντα που διαθέτει το μοναστήρι: μαρμελάδες, τσίπουρο και εξαίρετο λικέρ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είμαι ιδιαίτερα ευτυχισμένος, που μετά την πρώτη επιφανειακή προσέγγιση, γνώρισα την φιλοξενία των κατοίκων και τον οικισμό του Αγ. Λαυρέντιου στις συναρπαστικές του λεπτομέρειες. Έλειπε, ωστόσο, κάτι ακόμη: το αυθεντικό φθινοπωρινό του πρόσωπο. Το ανακαλύψαμε 20 μέρες μετά, στο τέλος σχεδόν του Οκτώβρη.
Η πηλιορείτικη φύση μας αποκαλύφθηκε στις ωραιότερες στιγμές της. Τόσο σε διάφορα σημεία του οικισμού, όσο, κυρίως, στο βουνίσιο περιβάλλον ως τις Αγριόλευκες. Είναι μια μοναδικής ομορφιάς χωμάτινη διαδρομή 8.5 συνολικά χιλιομέτρων πάνω απ’ το χωριό ως το Ορειβατικό Καταφύγιο «Αγριόλευκες» του Ε.Ο.Σ. Βόλου στα 1300 μέτρα. Από εδώ έχει κανείς την τύχη να αντικρύζει ταυτόχρονα εικόνες της βόρειας Ελλάδας με τον Χορτιάτη, τις χερσονήσους της Χαλκιδικής και του Άθω καθώς και της Κεντρικής Ελλάδας με την Εύβοια και τον Παρνασσό.
Προτιμότερο είναι να έχει κανείς 4×4. Βαλανιδιές, γάβροι, αιωνόβιες καστανιές και πιο πάνω οξυές, βάφονται με τα εκπληκτικά χρώματα της φύσης του φθινοπώρου και δημιουργούν εικόνες ασύλληπτης ομορφιάς. Ο Άγιος Λαυρέντιος δεν είναι πέρασμα αλλά ένας εκπληκτικός προορισμός!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Γιάννης Κίζης, «ΠΗΛΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΑ», εκδ. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΤΒΑ, ΑΘΗΝΑ 1994
-Απόστολος Παπαθανασίου, «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ», ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ 2006
-Κώστας Λιάπης, «ΠΗΛΙΟΝ ΟΡΟΣ», Εταιρεία Ανάπτυξης Πηλίου, Ζαγορά 2001
-Γυναικείος Σύλλογος Ανάπτυξης Αγ. Λαυρέντιου, «ΑΓΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ», ένα πηλιορείτικο χωριό, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 2002.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θερμότατα ευχαριστούμε:
-Τον Βάγιο και την Μαρία Τασιόπουλου
-Τον Δημήτρη Μαχαιρά
-Τον Ηλία Κόττη
-Τους καλούς φίλους και συνεργάτες Κυριάκο Παπαγεωργίου και Μιχάλη Πόρναλη.
Διαμονή:
ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ 1716. Τηλ. 24280-96002, 6944-874510
ΔΡΥΑΔΕΣ, ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΔΡΥΑΔΩΝ ΓΕΥΣΕΙΣ. 24280-96110/96224/96246, 6937-050473
ΠΑΛΗΟ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟ. 24280-96481-4, 6972-714957
Αποστάσεις:
Από ΒΟΛΟ: 20 χλμ.
Από ΘΕΣ/ΝΙΚΗ: 235 χλμ.
Από ΑΘΗΝΑ: 330 χλμ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- «Πηλιορείτικη Οικοδομία», ΑΘΗΝΑ 1994.
- «Το Χρονικό του Αγίου Λαυρεντίου» ΑΘΗΝΑ 2006
- Κ. Λιάπης, «Πήλιον Όρος», Ζαγορά 2001