Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς ξημερώνει στην Μυτιλήνη ήπια και ηλιόλουστη. Έτσι είναι ο καιρός και σ’ όλη τη διαδρομή, στα παράλια του ήρεμου κόλπου της Γέρας, στα ηπειρωτικά με την πλούσια βλάστηση και τους αιωνόβιους ελαιώνες. Καθώς ο κάμπος πλησιάζει προς το τέλος του κι αρχίζουν οι ανηφοριές, εμφανίζονται οι πρώτες τούφες χιονιού στα σκιερά πρανή. Λίγο αργότερα η παρουσία του χιονιού είναι συνεχής. Προβάλλει η Αγιάσος στην αγκαλιά των βορινών πλαγιών του Ολύμπου με κατάλευκες σκεπές. Προσπαθώ να φέρω στη μνήμη μου εικόνες από το μακρινό 1983, τότε που για πρώτη φορά επισκέφθηκα τη Λέσβο. Ήταν καλοκαίρι.
Τούτη τη φορά ειν’ όλα πολύ διαφορετικά.
Η Αγιάσος είναι χτισμένη μέσα σε μια φυσική χοάνη, που σχηματίζεται από τους γύρω ορεινούς όγκους, με προεξάρχοντα τον άδεντρο και επιβλητικό όγκο του Ολύμπου (968 μ.), που οι Αγιασώτες αποκαλούν Αγλιά (Άγιο Ηλία), λόγω του εξωκλησιού του Προφήτη Ηλία που υπάρχει στην κορυφή του.
Η μοναδική διέξοδος από την χοάνη βρίσκεται στο χαμηλότερο τμήμα του χωριού. Η ανακάλυψή της, τότε που δεν υπήρχαν δρόμοι παρά μόνο μονοπάτια, μόνο από σύμπτωση ή ακριβή περιγραφή μπορούσε να γίνει.
Ο σχηματισμός της Αγιάσου ξεκίνησε από ένα μοναστήρι, στην ίδια θέση που βρίσκεται σήμερα ο περικαλλής ναός της Παναγίας, από αγρότες που εγκαταστάθηκαν γύρω από τη μονή καλλιεργώντας τα κτήματά της.
Μέχρι το 1712 το χωριό είχε ελάχιστα σπίτια, αλλά κατά τον 18ο αιώνα αναπτύχθηκε τόσο, που στην μεγάλη φωτιά του Αυγούστου του 1877 υπάρχουν μαρτυρίες ότι κάηκαν 714 σπίτια, 20 ελαιόμυλοι και 99 εργαστήρια βιοτεχνίας. Το χωριό δοκιμάστηκε από 2 ακόμα μεγάλες πυρκαγιές, η μια το 1812, στην οποία κάηκε ο τότε ναός της Παναγίας και το 1882, που αφανίστηκε, σύμφωνα με τον ιστορικό Δ. Μουτζούρη, το πάνω μέρος της συνοικίας Μπουξαλιά.
Από το 18ο και κυρίως τον 19ο αιώνα η αγροτική παραγωγή(κάστανα, οπωρικά, φρούτα) και η βιοτεχνία – βιομηχανία (ελαιοτριβεία, αγροτικά εργαλεία, κεραμικά σκεύη), συνέβαλαν στην μεγάλη οικονομική ακμή του οικισμού. Ο Γ. Αρχοντόπουλος αναφέρει ότι το 1894 υπήρχαν στην Αγιάσο 1300 σπίτια, όλα χριστιανικά. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται ότι έφτασε τους 7.000 κατοίκους τη δεκαετία του 1910.
Όλα λοιπόν τα σπίτια της σημερινής Αγιάσου είναι του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, πλην ελαχίστων που διασώθηκαν από τις πυρκαγιές. Η πολεοδομική δομή της Αγιάσου, αντικατοπτρίζει την οικιστική προέλευση και την κοινωνική διαφοροποίηση των κατοίκων της. Ο οικισμός, χτισμένος με το συνεχές οικοδομικό σύστημα, έχει αστική δομή. Οι κατοικίες είναι συνήθως διώροφες, λιθόκτιστες και δεν έχουν αυλές. Η αρχιτεκτονική του χωριού στηρίζεται στην ύπαρξη τεχνιτών που γνώριζαν την τεχνική των κατασκευών, αλλά και τις ανάγκες των ανθρώπων και μπορούσαν να τις εξυπηρετήσουν μέσα σε μικρά και περιορισμένα οικόπεδα, τα οποία δεν πρόσφεραν ευκαιρίες για άλλους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Είναι φανερή η ομοιότητα με την απέναντι μικρασιατική ακτή από τα χρησιμοποιούμενα οικοδομικά υλικά και τους τρόπους κατασκευής. Τα κυριότερα υλικά είναι η πέτρα και το ξύλο.
Τα ηφαιστειακά πετρώματα του βόρειου τμήματος του νησιού είναι τα καλύτερα, γιατί έχουν συμπαγή σύσταση και ποιότητα που τα κάνει κατάλληλα για λεπτή αρχιτεκτονική επεξεργασία. Η πέτρα χρησιμοποιήθηκε στα θεμέλια και στην κατακόρυφη φέρουσα κατασκευή. Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι όλοι πέτρινοι ή με την παρεμβολή στρώσεων από τούβλα κατά το βυζαντινό πρότυπο. Στις γυμνές τοιχοποιίες φαίνεται η μαστοριά του τεχνίτη, κυρίως στην προσεκτική κατασκευή των γωνιών και στο αρμολόγημα.
Όλες οι οριζόντιες φέρουσες κατασκευές, τα πατώματα, οι στέγες και τα πρέκια των ανοιγμάτων φτιάχνονται από ξύλο. Από ξύλο επίσης φτιάχνονται λεπτοί μη φέροντες τοίχοι, σκάλες, δάπεδα, οροφές, κουφώματα, κιγκλιδώματα και εντοιχισμένα έπιπλα. Το ξύλο από πεύκα, καστανιές, λεύκες και κυπαρίσσια, το προμηθεύονται από τα πλούσια δάση του ανατολικού τμήματος του νησιού.
Το παραδοσιακό σπίτι, συνήθως, είναι διώροφο και περιστοιχισμένο από βοηθητικά κτίσματα μέσα σε μια μικρή αυλή, έτσι που το σύνολο να αποτελεί μια κλειστή προς το δρόμο μονάδα. Οι μονάδες αυτές είναι κολλητές η μια στην άλλη ή χωρίζονται με στενές λουρίδες, το «νταμλαλίκ’» όπου υπάρχουν αυλάκια που εξυπηρετούν την αποχέτευση. Η καθαυτό κατοικία περιορίζεται στον όροφο του σπιτιού, όπου ανεβαίνει κανείς με ξύλινη εσωτερική σκάλα. Στο ισόγειο βρίσκεται το «κατώγ’» όπου αποθηκεύεται το λάδι και άλλα τρόφιμα. Οι υπόλοιποι βοηθητικοί χώροι, «ντάμια» για τα κατοικίδια, φούρνος, πλυσταριό, αποχωρητήριο, βρίσκονται στην αυλή ή στο ισόγειο μαζί με το κατώγ’. Ανάμεσα στο ισόγειο και τον όροφο υπάρχει ένα ξύλινο πατάρι, ο «σουφάς», για να καλύπτονται οι πρόσθετες ανάγκες χώρου που δημιουργεί η έλλειψη αυλής. Τα δυο κύρια δωμάτια του ορόφου είναι ο «ουντάς» και το «μαγειρειό», τα οποία συνδέονται με το «ξάτο», που είναι ο χώρος όπου βγαίνει η σκάλα. Στο χαμηλότερο μέρος του μέσα σπιτιού υπάρχει το τζάκι με τη γωνιά του και ο «σουφράς» που γύρω του γευματίζει η οικογένεια καθισμένη καταγής.
Σ’ αυτά τα διώροφα κτίσματα οι λαϊκοί τεχνίτες στόχευσαν στην εξοικονόμηση χώρου, δημιουργώντας πληθώρα εσοχών στους τοίχους στις οποίες τοποθετήθηκαν ράφια και ερμάρια. Σ’ αυτά φυλάσσονταν πράγματα του νοικοκυριού αλλά ταυτόχρονα αποσυμφορούσαν τους μικρούς αναγκαστικά χώρους του σπιτιού, για άνετη διαβίωση.
Η επίπλωση των σπιτιών αποτελείται κυρίως από ξύλινα εντοιχισμένα έπιπλα. Το πιο σημαντικό κινητό έπιπλο είναι η ξυλόγλυπτη κασέλα, το «σιντούτσ’». Εκτός από την εξυπηρέτηση λειτουργικών σκοπών, αποτελούσε συγχρόνως και διακριτικό γνώρισμα της κοινωνικής θέσης του οικοδεσπότη. Εντύπωση προκαλούν οι ευφυείς λύσεις που επινοούνται για να καλυφθούν λειτουργικές ανάγκες με τη μεγαλύτερη δυνατή εξοικονόμηση χώρου. Έτσι, βλέπει κανείς παράθυρα που είναι συγχρόνως και πλύστες, πλύστες που είναι μαζί και πιατοθήκες, πόρτες που λειτουργούν συγχρόνως και σα φύλλα ντουλαπιών.
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα κτίσματα, έργο ανώνυμου λαϊκού τεχνίτη, είναι το σπίτι του Κολλυβά, που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο δρόμους, σχεδόν παράλληλους, με υψομετρική διαφορά 2,20 μ. Παρά το μικρό μέγεθος του οικοπέδου και την έντονη κλίση του το κτίσμα έχει αξιόλογη εξωτερική μορφή, αλλά και εξαιρετικό συνδυασμό εσωτερικών χώρων, σε διαφορετικά επίπεδα και ποικίλα ύψη, που εξυπηρετούσε πλήρως τις ανάγκες των ιδιοκτητών. Το σπίτι αυτό είναι από τα ελάχιστα που σώθηκαν από τις καταστρεπτικές πυρκαγιές του 1877 και 1882. Η δομή και η μορφή του κτίσματος συνιστά όχι μόνο πολύτιμη μαρτυρία της λεσβιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής, αλλά ακόμα και με τα σύγχρονα κριτήρια δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς την έξυπνη λύση του δημιουργού και την δεξιοτεχνία και καλαισθησία με την οποία την υλοποίησε.
Το ισόγειο έχει είσοδο από τον χαμηλότερο κεντρικό λιθόστρωτο δρόμο, είναι υπόγειο από τη μεριά του ψηλότερου δευτερεύοντα δρόμου, φωτίζεται όμως από την πίσω υπαίθρια μικρή αυλή την «ξαυλή», που δημιουργήθηκε από εκσκαφή. Ο ημιώροφος έχει αυτοτελή είσοδο από τον ψηλότερο δευτερεύοντα δρόμο και χρησιμοποιούνταν για δευτερεύουσες ανάγκες εκτός από το «κατεβατό»-γεροντικό, που αποτελούσε το χώρο διαμονής των γέρων γονιών μετά την παντρειά των παιδιών τους. Ο επάνω όροφος περιλαμβάνει τους χώρους υποδοχής και τα υπνοδωμάτια, τους «ευγενείς» λεγόμενους χώρους. Επίσης υπήρχε το μαγειρειό, που ήταν τραπεζαρία και καθημερινό κατά την διάρκεια του χειμώνα και το «ξάτο» (από το «τοξάτο», λόγω τοξοτοιχίας), το χολ δηλαδή, που φωτιζόταν με παράθυρα από την «ξαυλή» και έδινε προσπέλαση στους υπόλοιπους χώρους του ορόφου.
Δυστυχώς το αξιόλογο αυτό κτίσμα αλλοιώνεται όλο και περισσότερο με το χρόνο, κινδυνεύοντας με κατάρρευση και εξαφάνιση.
Άλλο ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα είναι το σπίτι του Πολύδωρα Αναστασέλλη. Χαρακτηριστικό του οι από ελαφριά κατασκευή προεκβολές του ορόφου(σαχνισίνια) με πολλά παράθυρα. Οι λεπτές ξύλινες αντηρίδες τους τις ανασηκώνουν και τις κάνουν να μοιάζουν σαν να πετούν στον αέρα. Οι ίδιες αυτές προεκβολές ονομάζονται «κρέμασες» στο Πλωμάρι της Λέσβου και «απετάγματα» στη Δ. Μακεδονία.
Τα μονώροφα σπίτια είναι πολύ σπάνια στην Αγιάσο και τα περισσότερα που υπήρχαν κάηκαν στις δυο καταστρεπτικές πυρκαγιές της.
Στην Αγιάσο φαίνεται πως επικρατούσε παλιότερα ο τύπος του σπιτιού με δώμα. Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται από το ότι οι Αγιασώτες ονομάζουν το μπαλκόνι «δώμα». Πριν επικρατήσει η κεραμοσκεπής στέγη τα σπίτια ήταν καλυμμένα με δώμα, πάνω στο οποίο άπλωναν τα σύκα και τα καρύδια για να ξεραθούν και τα πλυμένα ρούχα για να στεγνώσουν. Μετά την επικράτηση της κεραμοσκεπούς στέγης τις λειτουργίες αυτές επιτελούσε το μπαλκόνι.
Για την κατασκευή των κονιαμάτων χρησιμοποιούνται ο ασβέστης (στα τέλη του 19ου αιώνα), η άμμος και ο πηλός, ενώ οι πιο προσεγμένες κατασκευές έχουν κτιστεί με κουρασάνι (μείγμα από ψιλοκοπανισμένα κεραμίδια, νερό και ασπράδια αυγού). Στον τελευταίο όροφο συναντούμε λεπτούς τοίχους από «μπαγδατί». Αυτοί είναι φτιαγμένοι από ξύλινο σκελετό που πάνω του καρφώνονται ξύλινες οριζόντιες πήχες που σοβατίζονται και από τις δυο μεριές με ασβεστοκονίαμα εμπλουτισμένο με φλοιούς δημητριακών, ψιλοκομμένο άχυρο ή γιδότριχες (κιντίρ) για μεγαλύτερη συνοχή. Η ελαφριά αυτή κατασκευή προτιμάται στους ψηλότερους ορόφους καθώς προσφέρεται για το άνοιγμα πολλών παραθύρων και φεγγιτών και δίνει τη δυνατότητα να σχηματιστούν προεξοχές του πατώματος, τα λεγόμενα σαχνισίνια, που αυξάνουν σημαντικά τον κατοικήσιμο χώρο. Η αφθονία του ξύλου είναι ο σημαντικότερος λόγος που η θολωτή κατασκευή στην Αγιάσο είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Σημαντικό αρχιτεκτονικό γνώρισμα των σπιτιών της Αγιάσου είναι και το «αρμολόγημα», ο τρόπος με τον οποίο συμπληρώνονται τα διάκενα(μίστρισμα) ανάμεσα σε πέτρες και τούβλα στις τοιχοδομές των κτισμάτων. Υπάρχουν πολλοί τρόποι αρμολογήματος, όπως το «μεικτό», το «δικτυωτό» και το τύπου «σαρδέλα».
Εκτός από την πέτρα και το ξύλο συναντούμε επίσης μια περιορισμένη χρήση σιδηρών κατασκευών, κυρίως σε αντηρίδες, σε φεγγίτες και σε κιγκλιδώματα μπαλκονιών.
Οι λιθόστρωτοι στην πλειοψηφία δρόμοι της Αγιάσου δεν χρησίμευαν μόνο για να διαβαίνουν άνθρωποι και ζώα. Αποτελούσαν και χώρους διαβίωσης και αναψυχής των κατοίκων. Οι δρόμοι καλύπτονται με λιθόστρωτο (άσπρη πέτρα) που λέγεται «ντουσεμές». Το πλακόστρωτο κατασκευαζόταν από πελεκητές κανονικού σχήματος ή από παράλληλες στενόμακρες πέτρες. Η βαθύτερη λωρίδα στο κεντρικό τους τμήμα «λαγκαδούρ’» χρησίμευε όχι μόνο για την απορροή των όμβριων υδάτων, αλλά σ’ αυτή βάδιζαν και τα υποζύγια.
Σε ίσα περίπου διαστήματα και κάθετα προς τη διεύθυνση του λιθόστρωστου κατασκευάζονταν τα «κιγλίτσια», που έμοιαζαν με σκαλοπάτια. Η κατασκευή αυτή βοηθούσε τους πεζούς και τα ζώα να ανεβοκατεβαίνουν με μεγαλύτερη σιγουριά το καλντερίμι αντιμετωπίζοντας την απότομη κλίση ή την ολισθηρότητά του. Παράλληλα ανέκοπτε την ορμή των όμβριων νερών που κυλούσαν στο λαγκαδούρ’ περιορίζοντας έτσι τις ζημιές από πλημμύρες και διατηρούσε τη συνοχή της πατουμένης μη επιτρέποντας την αποδόμησή της. Τις τελευταίες δεκαετίες καθιερώθηκε η χρήση κυβόλιθων των Μυστεγνών (παβέδων). Οι μέθοδοι κατασκευής δείχνουν πολλές ομοιότητες με τη Βόρεια Ελλάδα, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κομψές και προσεγμένες δημόσιες βρύσες. Τις συναντάμε έξω από τις εκκλησίες ή στον περίβολό τους, σε σταυροδρόμια, στην πλατεία ή και σε απλούς δρόμους. Αντιπροσωπευτικότερη είναι αυτή στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας. Είναι με πέτρινο τόξο σχηματιζόμενο από πεσσούς. Τα στολίδια της είναι απλά σύμβολα (ρόδακες, ρόμβοι) που είναι σκαλισμένα πάνω στα λαξευτά της μέρη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΖΑΓΟΡΗΣΙΟΥ Μ. – ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΛΛΗΣ Γ., 1995, «Παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Λέσβου», Αθήνα, Τ.Ε.Ε.
ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Γ., 1894, «Λέσβος ή Μυτιλήνη, ήτοι συνοπτική ιστορία πασών των πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων», Μυτιλήνη, Μ. Νικολαΐδης.
http://www.aegean.gr/culturelab/Agiasos_gr.htm
http://www.agiasos.gr/perivallon-gr.htm
http://www.aegean.gr/culturelab/Glossari/Glossari_gr.htm#Sahnisini