“Σήμερα αρχίζει στα βουνά το μέγα πανηγύρι
τ’ αη-θυμαριού η ανάσταση τ’ αη-έλατου το γλέντι”
– Γιάννης Ρίτσος
Αγία Ιερουσαλήμ! Αγιαρσαλή ή Αρσαλή (κατά συγκοπή), όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι.
Σπήλαιο, σκήτη ή καραούλι και βίγλα;
Όσοι γνωρίζουν το σπήλαιο ή το έχουν ακουστά μπορούν να καταλάβουν για ποιο πράγμα μιλάμε. Όσοι δεν το γνωρίζουν ας περπατήσουν για λίγο νοερά μαζί μας.
Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκινήσαµε για ένα τάµα στη Φύση του Παρνασσού. Να σκαρφαλώσουµε, ονειρευτήκαµε, ως το σπήλαιο της Αγίας Ιερουσαλήµ, που είναι ένα κοίλωµα φανταχτερού ασβεστόλιθου, ψηλά, αρκετά ψηλά από τον όµορφο κάµπο του Βοιωτικού Κηφισού, στα απόκρηµνα πρανή της ανατολικής Παρνασσίδας, πάνω από την Αµφίκλεια.

“Σήμερα αρχίζει στα βουνά το μέγα πανηγύρι
τ’ αη-θυμαριού η ανάσταση τ’ αη-έλατου το γλέντι”
Γιάννης Ρίτσος
Αγία Ιερουσαλήμ! Αγιαρσαλή ή Αρσαλή (κατά συγκοπή), όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι.
Σπήλαιο, σκήτη ή καραούλι και βίγλα;
Όσοι γνωρίζουν το σπήλαιο ή το έχουν ακουστά μπορούν να καταλάβουν για ποιο πράγμα μιλάμε. Όσοι δεν το γνωρίζουν ας περπατήσουν για λίγο νοερά μαζί μας…
*
Υπάρχει ένας στίχος του Μπωντλέρ που μιλάει για το άγνωστο και το καινούργιο.
H φράση αφορά στους πρωτοπόρους και πρωταγωνιστές της ανθρώπινης περιπέτειας κι έχει ως ακολούθως: plonge dans l’ inconnu pour trouver le nouveau που σημαίνει ότι κάνουμε βουτιά στο άγνωστο για να βρούμε το καινούργιο…
Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκινήσαμε για ένα τάμα στη Φύση του Παρνασσού. Να σκαρφαλώσουμε, ονειρευτήκαμε, ως το σπήλαιο της Αγίας Ιερουσαλήμ, που είναι ένα κοίλωμα φανταχτερού ασβεστόλιθου, ψηλά, αρκετά ψηλά από τον όμορφο κάμπο του Βοιωτικού Κηφισού, στα απόκρημνα πρανή της ανατολικής Παρνασσίδας, πάνω από την Αμφίκλεια.
Μπροστά μας ανοίγουν τα στήθη τους οι στιβαροί όγκοι του Παρνασσού με το τραχύ τους ανάγλυφο και τα λαγγεμένα δάση που το σφραγίζουν από όλες τις πάντες.
Η παρνασσίδα γη άλλωστε εκλιπαρεί να της ανταποδώσουμε τα δωρόσημα της αγάπης και της οφειλής στην ομορφιά της, καλώντας μας ν’ αποπλυθούμε στα θεσπέσια λουτρά των μυστικών της.
Όλη αυτή η περιοχή ανήκε κάποτε στους Λοκρούς που έχτισαν σπουδαίες πόλεις, γύρω από τον Βοιωτικό Κηφισό που έμειναν ονομαστές .
Αυτές τις πόλεις, αιώνες αργότερα, διαφέντεψε ο οθωμανός αγάς για να σκύψει ολόκληρη η χώρα των μετέπειτα Λοκρών στις προσταγές του.
Ήταν ηρωικό κατόρθωμα στα παλιά χρόνια να διασχίζει κανείς τη λεκάνη του Κηφισού για να φτάσει ως τα όρια της Αμφίκλειας. Εκεί κοντά παραφυλούσε ο κέρβερος Δραχμάν-Αγάς. Όφειλε κάθε περαστικός οβολό και μετάνοια στον ηγέτη όλης αυτής της λεκάνης, για να περάσει στα μονοπάτια της Τιθορέας και της Αμφίκλειας, τους δρόμους δηλαδή της ανατολικής Παρνασσίδας.
Ακολουθήσαμε λοιπόν το ρέμα του Βοιωτικού Κηφισού. Περάσαμε από ακροπόλεις, κι αρχαία τείχη, τενάγη και πύργους, κάστρα, μα και τάφρους που έφραζαν τα περάσματα στους ανεπιθύμητους.
Κι ακόμη – ακόμη διασχίσαμε σταθμούς κι επίσταθμους, θέατρα και ιερά κι αρχαίες γέφυρες μέχρι να φτάσουμε στην Αμφίκλεια.
Πριν όμως φτάσουμε στο Δαδί, όπως είναι το παλιό όνομα της Αμφίκλειας, καλό θα είναι να θυμίσουμε κάνοντας μια περιφορά στο επτάπυλο του Παρνασσού, τις επτά δηλαδή πύλες εισόδου στο Παρνασσικό όρος.
Έχουμε και λέμε: Bόρεια είσοδος θεωρείται ο Πολύδροσος (Σουβάλα η παλιά του ονομασία). Ανατολικές πύλες εισόδου, είναι κατά σειρά η Δαύλεια, η Τιθορέα (Βελίτσα το παλιό της όνομα) και η Αμφίκλεια (Δαδί). Νότια είσοδος η Αράχωβα (η αρχαία Ανεμώρεια) και οι Δελφοί. Δυτικός πυλώνας εισόδου ο Επτάλοφος (Αγόριανη).
Εμείς, εδώ σήμερα θα επιχειρήσουμε ένα μπάσιμο στις πλαγιές του Παρνασσού από την Αμφίκλεια. Στόχος η κατάληψη, όχι ενός υψώματος βουνού, αλλά μια βραχοσπηλιά που έμεινε ιστορική από τη χρήση που της έκανε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, μια κι εκεί κρυβόταν κι είχε το καραούλι του.
Θα ξεκινήσουμε την πορεία μας από το σημείο του παλιού δημόσιου δρόμου και κατευθύνεται στην Άνω Τιθορέα και βγαίνει από τη νοτιοανατολική πύλη της ωραίας παρνασσικής κωμόπολης.
Σε ελάχιστα μέτρα από την έξοδο της κωμόπολης βλέπουμε δεξιά μας μια μικρή πινακίδα που γράφει “Προς Αγία Ιερουσαλήμ, ώρες 1.30”.
Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 480 μέτρων από τη θάλασσα.
Ακολουθούμε στην αρχή τον στενό χωματόδρομο που εισχωρεί στην αρχόμενη ρεματιά και σε πεντακόσια μέτρα διασχίζουμε ένα ξερόρεμα αφήνοντας δεξιά μας τη συνέχεια του δασικού δρομίσκου.
Από εδώ και πάνω αρχίζει η ορειβατική ανάβαση από την αριστερή όχθη της χαράδρας του Κεραμιδιού, ανηφορίζοντας μέσα από πυκνό λόγγο με χαρακτηριστική μεσογειακή ποώδη βλάστηση. Το φως του ήλιου είναι αδιαπέραστο ακόμη κι αργεί να τρυπήσει τις ρίζες του ασβεστόλιθου για να διαπεράσει – σαν το νερό – και να πλημμυρίσει τις απόκρυφες λόχμες του βουνού.
Στα ψηλώματα αντικρίζουμε την βαθιά χάση της χαράδρας που τέμνει τις δυο απέναντι κορυφές, της Κορομηλιάς από τη μια μεριά και των Κεδρόλακκων από την άλλη.
Ω, αυτά τα ανυπόταχτα σκέλη του βουνού πόσο μας ερεθίζουν την επιθυμία να τα πατήσουμε…
Ο ανήφορος είναι γερός, το μονοπάτι καλοχαραγμένο κι ευδιάκριτο και η διάθεσή μας στα ουράνια. Αλλωστε στα ουράνια προσβλέπουμε, γιατί εκεί μας οδηγεί η αιώνια Οφειλή, το τρισυπόστατο Χρέος, ν’ ανταμώσουμε το Θείο, τη Γνώση και τη Φύση…
Τούτη τη φορά δεν θα πατήσουμε κορυφές. Αλλά η διαδρομή, η σύσταση και δομή του παρνασσικού εδάφους, η μαγική ατμόσφαιρα και η φθινοπωρινή γαλήνη, σε συνδυασμό με το βουκολικό στοιχείο μας ανεβάζει πιο ψηλά κι από οποιαδήποτε κορυφή του ορεινού μεγαλείου. Και μας κρατάει δέσμιους μιας γήινης υποταγής στον ορεσίβειο Θεό. Από τα βάθη της χαράδρας και των στενών κοιλάδων της κουδουνίζουν τα τροκάνια των κοπαδιών ανακατωμένα με τις στριγγές φωνές των τσοπάνηδων.
Παρνασσικό τοπίο λοιπόν! Με χίλια δυο συμβολικά νοήματα. Και βέβαια από πάνω μας ο ίδιος ο Παρνασσός.
Εδώ γεννήθηκαν οι τρεις μούσες των βουνών που έμελλε να γραφεί το όνομά τους με διαφορετική η καθεμιά αποστολή. Η Τιθώ, η Λιάκουρα κι η Δέλφη. Ηλιοζύμωτες και μοσχαναθρεμμένες. Νύμφες κι οι τρεις τους, αμαδρυάδες των δασών και των ψηλών βουνών. Η πρώτη είχε για λημέρι την κοιλάδα του Κηφισού, η δεύτερη σαλτάριζε χιονούρες και μυτίκια πάνω στις πριονωτές κορδέλες του βουνού κι η τρίτη μπερδεύονταν με αρχαίους χρησμούς, καθισμένη στο χείλος της φοβερής Υάμπειας, κάτω από τις Φαιδριάδες Πέτρες.
Έτσι ταξιδεύοντας μέσα στο μυθικό τοπίο του Παρνασσού περνάμε την πρώτη μικρή ταμπελίτσα που δείχνει πως διανύσαμε το 1ο χιλιόμετρο της πορείας μας.
Σιγά σιγά θα εισχωρήσουμε σε αμιγές δάσος με κέδρα και πουρνάρια. Αλλάζει δραματικά το βλαστικό ύφασμα του Παρνασσού. Χαράζοντας μια ανηφορική τραβέρσα στο δασύ μακρυπλάγι του ομορφαίνουν απότομα τα χρωματολόγια του παρνασσικού καμβά. Και μας συναρπάζει η υψολαγνεία των δασών του.
Από αριστερά μας διακρίνεται όλο και καθαρότερα η μορφολογία της βραχοπλαγιάς που στα σωθικά της κρύβει την επιβλητική σπηλιά με το εκκλησάκι της Αγιαρσαλής. Είναι μια κάθετη ασβεστόπλακα, με έντονους ερυθρωπούς χρωματισμούς που προοιωνίζει εντυπωσιακή την ανάβαση έως εκεί.
Αλλά δεν είναι. Μας εξαπατά το ομοιότυπο των βράχων. Γιατί θα απαιτηθεί αρκετό ανέβασμα ακόμη και οι ορθοπλαγιές που θα εμφανίζονται θα αποτελούν ορεκτικά της κύριας λιθόπλακας, που κρύβει το περίφημο παλιό ασκηταριό της Αγιαρσαλής.
Σχεδόν γρήγορα περνάμε και το δεύτερο χιλιόμετρο που η πινακίδα του είναι καρφωμένη πάνω στο πρώτο έλατο που θα μας υποδεχθεί σαν μπροστάρης του αδιατάρακτου συστήματός του.
Σκορπώντας το βλέμμα δεξιά αριστερά θα δούμε να κοκκινίζει η σκεπή της παλιάς Μονής του Δαδιού από την απέναντι λάκα του Κεραμιδιού.
Τραβερσάρουμε το απότομο πρανές του Βαλσάμου ρίχνοντας φευγαλέες ματιές στο υπέροχο σχιστό ρήγμα της χαράδρας, καθώς σιγά σιγά θα εισχωρούμε στον πανέμορφο δρυμό του Παρνασσού, με τη σκεπαστή στοά και τα ωραία του παρακλάδια. Ήδη περάσαμε και το τρίτο χιλιόμετρο, ενώ η βλάστηση πια έχει εκτραχύνει το ορεινό τοπίο με τα πουρνάρια, τα φυλίκια και τις αριές. Φυσικά τον πρώτο λόγο έχει η ελατιά.
Σε μια ώρα και κάτι θα φτάσουμε στη διακλάδωση των μονοπατιών, καθώς το ένα αντιγυρίζει προς τα ανατολικά, για να κατευθυνθεί στο σπηλαιώδες εξωκλήσι, ενώ το άλλο θα συνεχίσει τη νότια διάσχιση των πρανών του βουνού για να καταλήξει, με ανηφορικό μονοπάτι, ως το δρομάκι που έρχεται από τα μέρη της Φτερόλακκας.
Θα χρειαστούμε πέντε με δέκα λεπτά για να διασχίσουμε την ορθοπλαγιά με τις απότομες σάρες και τα δασωμένα περάσματα για να βγούμε ξαφνικά απέναντι στο θαύμα αντιμετωπίζοντας τη σπάνια ομορφιά του βράχου που στεγάζει την Παναγιά της Ιερουσαλήμ. Το θέαμα είναι αξεπέραστο κι επιβλητικό.
Μια μελανόμορφη ορθοπλαγιά με κόκκινες λωρίδες κόβει την ανάσα σαν ένα βράχινο μαχαίρι στη λαβή του οποίου είναι σκαλισμένο το μοναστηριακό κτίσμα της Αγιαρσαλής, βιδωμένο λες πάνω στα βράχια, δίχως να προεξέχει καν.
Μια ξύλινη πατούρα – σκαλίτσα μας ανεβάζει στη θόλο της στοάς, από όπου μπαίνουμε σαν σε μια μεγαλειώδη και μυστηριακή τελετή των χθονίων θεών, μέσα στην οποία έχει χτισθεί το ναΰδριο, μαζί με τα συναφή του σκηνώματα. Δυο άλλες πατούρες μπορούν να χρησιμέψουν για σκαρφάλωμα στο καμπαναριό – εποπτείο της απέραντης απλωσιάς που αγναντεύει τόσο τη βαθιά χαράδρα του Κεραμιδιού όσο και τον Βοιωτικό Κηφισό και τη ράχη του Καλλίδρομου.
Μαζί μας, ανέβαιναν, τα θεοβάδιστα τούτα σκαλιά κι οι ερημίτες, εκείνοι οι ουράνιοι Ελωίμ που έζησαν εδώ, πριν μερικές εκατοντάδες χρόνια.
*
Βρισκόμαστε ήδη σε υψόμετρο 862 μέτρων, αφού έχουμε διανύσει μιαν απόσταση 3.170 μέτρων από την είσοδο του μονοπατιού μέχρις εδώ. Ο συνολικός χρόνος ήταν μια ώρα και είκοσι λεπτά.
*
Ολόκληρο το μέτωπο της επιβλητικής χαράδρας του Κεραμιδιού είναι μια χαρακτηριστική βαθιά και επιμήκης τομή από διαρκή πετρολίβαδα κι εντυπωσιακές σάρες, αλλά και ένα εκπληκτικό σύνολο από ορθοπλαγιές που ανοίγουν το τεράστιο μπούστο τους αμέσως μετά την πρώτη έξοδο από την Αμφίκλεια.
Ο όγκος του Παρνασσού διαθέτει πλήθος από ρήγματα που είναι δημιουργοί των ορθοπλαγιών, αλλά και καρστικά φαινόμενα που οφείλουν την ύπαρξή τους στην αργή διάλυση του ασβεστόλιθου από τα νερά και τα χιόνια.
*
Γυρίζοντας από την Αγιαρσαλή θα συνεχίσουμε για λίγο το μονοπάτι προς τις κορυφές ώσπου να ανακαλύψουμε μια κρυφή νερομάνα, γύρω από την οποία το παρνασσικό τοπίο θεοκριτίζει εκπληκτικά κελαηδώντας από τα βάθη αλλά και τα ύψη της Λιάκουρα.