Ένα καλοκαίρι, στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, το “Γυμνάσιο Αρρένων Καβάλας” πραγματοποίησε την καθιερωμένη ετήσια εκδρομή του. Το μεγάλο εκείνο ταξίδι, είχε ως τελικό προορισμό την Πελοπόννησο. Δεν θα επιχειρήσω να αναφερθώ στους αναρίθμητους αρχαιολογικούς χώρους, στον καταιγισμό των εικόνων και εντυπώσεων. Πόσα άλλωστε μπορεί να θυμάται κανείς μετά από τόσα χρόνια;
Υπήρξε ωστόσο μια εικόνα, που ευτύχησε περισσότερο από κάθε άλλη, να μείνει αιχμάλωτη στη μνήμη μου. Δεν ήταν εικόνα βουνού ή οικισμού ούτε φημισμένου αγάλματος ή αρχαίου οικοδομήματος. Ήταν δυο βαρέλια κρασιού, όμοια σαν δίδυμα, το ένα δίπλα στο άλλο, τοποθετημένα πάνω σε χοντρούς ξύλινους τάκους. Εκεί, μέσα στην υγρασία και στο μισόφωτο της κάβας, μέσα στο βαρύ άρωμα κρασιού που από τον περασμένο αιώνα ήταν διάχυτο στο χώρο, πρόβαλλαν με διαστάσεις εξωπραγματικές τα δυο βαρέλια, σαν όντα υπερφυσικά, κατάλοιπα του παρελθόντος. Ανάμεσα στα εξαίσια σκαλίσματα της μπροστινής πλευράς τους ξεχώριζε μια χρονολογία μυθική: 1882.
Άκουγα τον ξεναγό να μιλάει για στρατάρχες, βασιλείς και αυτοκράτορες, για επαναστάσεις και πολέμους, για κρασί “Μαυροδάφνη” και χρονιές παλαίωσης. Ήταν σαν να διηγείτο ένα παλιό, ρομαντικό παραμύθι, ένα κομμάτι από την ιστορία της Ελλάδας.

)